Monthly Archives: February 2016

ΠΩΣ «ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ» ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΕΩΣ.

1aaa

Μέχρι τον Δ ́ αιώνα, η Γέννηση και η Βάπτιση του Κυρίου εορτάζονταν την ίδια ημέρα. Στη Γέννησή του ο Υιός του Θεού ήλθε στον κόσμο με κρυφό τρόπο, στην Βάπτισή του αποκαλύπτεται σε όλους. Στη Γέννηση, το Άγιο Πνεύμα κατεβαίνει στην Παρθένο και την κάνει πραγματικά Θεοτόκο, για να είναι αληθινός άνθρωπος ο Χριστός. Ο Ιησούς αυξάνει μέχρι την ωριμότητα του «καί αὐτός ἦν ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) οπότε έχουμε την κατακόρυφη εκδήλωση της ανθρωπότητος του Κυρίου, από τότε θεοποιημένη. Το Πνεύμα κατεβαίνει στον σαρκωθέντα Υιό σαν η πνοή υιοθεσίας κατά την ίδια στιγμή όπου ο Πατήρ λέγει: «ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Ο Ιησούς είναι πλέον ο Χριστός, δηλ. ο Κεχρισμένος.
Γι ̉ αυτό η Βάπτιση ονομάζεται Θεοφάνεια, δηλαδή η εκδήλωση των Τριών Προσώπων στην ομόφωνη μαρτυρία τους, κατά την οποίαν φανερώθει ο Τριαδικός Θεός (φωνή του Πατρός, παρουσία του Υιού και κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, «εν είδει Περιστεράς»).

Επάνω στην εικόνα τμήμα ενός κύκλου παριστά τους ουρανούς που ανοίγουν, και βγαίνει το χέρι του Πατρός που ευλογεί. Από αυτό τον κύκλο αναχωρούν ακτίνες φωτός, χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος, πού φωτίζουν το περιστέρι, αυτόματη ανάμνηση του αρχικού λόγου «καί ἐγένετο φῶς», η εκδηλωτική ενέργεια του Πνεύματος, αποκαλύπτει τον τριαδικό Θεό: Η Τριάδα, ο Θεός μας, μας εκδηλώνεται χωρίς διαίρεση. Ενώ τους άλλους προφήτες, ιερείς και βασιλείς τους χρίανε με λάδι τη στιγμή της καθιερώσεως τους, ο Χριστός χρίσθηκε με το Άγιο Πνεύμα τη στιγμή της βαπτίσεώς του. Εξηγείται, κατά τους Πατέρες, κατ ̉ αναλογία με τον κατακλυσμό και το περιστέρι με τον κλάδο ελαίας. Το Άγιο Πνεύμα που φέρεται επάνω από τα αρχέγονα νερά ανέδειξε τη Ζωή, επίσης αυτό πού αιωρείται επάνω στα νερά του Ιορδάνη, προκαλεί τη δεύτερη γέννηση του νέου δημιουργήματος. Ο Χριστός ήλθε για να είναι το φώς του κόσμου, πού φωτίζει αυτούς πού κάθονταν στα σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) από εκεί δε το όνομα της «Εορτής των Φώτων».

Ὁ Χριστός στο κέντρο της παράστασης, σκεπασμένος από τα κύματα του Ιορδάνη, δεν έχει λάβει ταπεινωτική στάση (γονατιστός με ενωμένα τα χέρια) όπως οποιοσδήποτε άλλος, αλλά όρθιος, ως έχων εξουσία, εκείνος αγιάζει τα νερά, δεν αγιάζεται από εκείνα. Μπαίνοντας στον Ιορδάνη ο Κύριος με το δεξιό του χέρι ευλογεί και καθαρίζει τα νερά. Το νερό αλλάζει σημασία, άλλοτε εικόνα του θανάτου (κατακλυσμός), είναι τώρα η πηγή του ύδατος της ζωής. Η ευλογία της υδρόβιας φύσεως αγιάζει την ίδια αρχή της επίγειας ζωής. Ο Χριστός παριστάνεται γυμνός, είναι ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα και έτσι αποδίδει στην ανθρωπότητα το ένδοξο παραδεισιακό ένδυμα της.

Ο μάρτυρας αυτού του φωτός, ο Άγιος Ιωάννης είναι δοσμένος στο γεγονός γιατί αυτός ο ίδιος είναι «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» και οι άνθρωποι έρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35).
Στο Ευαγγέλιο αντιδρά στο να βαφτίσει τον Ιησού λέγοντας «εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από εσένα και όχι εσύ από εμένα». Αυτό στην εικονογραφία γίνεται ορατό στην έκφραση του προσώπου του Αγίου, έκπληξη και ταπεινότητα τη χαρακτηρίζουν, ενώ στρέφει και το αριστερό του χέρι προς τον Ιησού, σαν να λέει «ο Χριστός είναι το κέντρο του Μυστήριου και όχι εγώ, προς αυτόν στραφείτε».

Οι άγγελοι της Ενσαρκώσεως είναι σε στάση προσκυνήσεως, τα σκεπασμένα χέρια τους σε ένδειξη σεβασμού ετοιμάζονται να δεχτούν το σώμα του Κυρίου. Συμβολίζουν και εικονογραφούν το λόγο του αποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε…».

Η άλογος κτίση, (δέντρα, βουνά) παρουσιάζονται με μια ελαφρά. κλίση προς τον Χριστό, «προσκυνώντας» και αναγνωρίζοντας τον δημιουργό τους.

Στα νερά του Ιορδάνη βλέπουμε να κολυμπούν πάνω σ’ ένα δράκοντα μια γυναίκα και αντίστοιχα ένας άνδρας. Η γυναίκα συμβολίζει την Ερυθρά θάλασσα και ο άνδρας τον Ιορδάνη. Προσωποποιήσεις του στοιχείου του νερού, που μπορεί να είναι πηγή ζωής αλλά και θανάτου, όταν χάνεται ο έλεγχος του. Μόνον ο Κύριος μπορεί να τα ελέγξει όπως και όλη την Φύση-Κτίση, για αυτό παρουσιάζονται «υπό τους πόδας του».

Η ΑΡΧΑΙΑ ΥΔΡΑΥΛΙΣ.

1ad

Η Ύδραυλις (ή Ύδραυλος) είναι το πρώτο πληκτροφόρο όργανο στην ιστορία, πρόδρομος του Εκκλησιαστικού Οργάνου, ήταν εφεύρεση του διάσημου μηχανικού Κτησίβιου από τη Αλεξάνδρεια και κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. Αναλυτικές περιγραφές για τον τρόπο λειτουργίας της σώζονται στα κείμενα του Βιτρούβιου (De Archiectura X, 8) και του Ήρωνα του Αλεξανδρέα (Πνευματικά Ι, 42). Χαρακτηριστικό γνώρισμα του οργάνου αυτού ήταν το υδραυλικό σύστημα πάνω στο οποίο βασιζόταν για να λειτουργήσει, καθώς αυτό ήταν υπεύθυνο για την παραγωγή, κίνηση και ρύθμιση της πίεσης του αέρα, ο οποίος διοχετευόταν στους αυλούς διαμέσου μιας σειράς μοχλών.

Το αξιοπερίεργο αυτό τεχνολογικό και μουσικό κατασκεύασμα εξαπλώθηκε ταχύτατα στον ελληνιστικό και αργότερα τον ρωμαϊκό κόσμο, όπου συνόδευε γιορτές και αγώνες στα αμφιθέατρα. Αγαπήθηκε από πολλούς Ρωμαίους αυτοκράτορες και ιδιαιτέρως από τον Νέρωνα, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του έξοχο οργανοπαίκτη.

Σταδιακά, ο υδραυλικός μηχανισμός αντικαθίσταται από φυσερά. Το όργανο που συναντάται στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης είναι πλέον πνευματικό.
Τον 7ο και 8ο αιώνα η Ύδραυλις αποκαλείται Όργανον.

Τον 10ο αιώνα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος (945-959) εντάσσει το Όργανον στο πρωτόκολλο της αυλής και σε ειδικές τελετές στο Μεγάλο Παλάτιο, στην πολύ γνωστή Μεγάλη Προσέλευση, και στον Ιππόδρομο κατά την διεξαγωγή αρματοδρομιών. Μετά την άλωση της Πόλης (1453) το όργανο εξαφανίζεται από την Ανατολή.

Το 757 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ (741-775) αποστέλλει ένα όργανο ως δώρο στον αυτοκράτορα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου.
Το 826 ένας μοναχός από τη Βενετία, ονόματι Γεώργιος, κατασκευάζει στην Aix-la-Chapelle (Άαχεν), όπου η αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς, γιου του Καρλομάγνου, ένα όργανο «κατά τον ελληνικό τρόπο».

Το Όργανο απέκτησε εξέχουσα θέση στη λειτουργία της Καθολικής Εκκλησιάς και αργότερα και στη μη εκκλησιαστική, κοσμική μουσική παράδοση. Σταδιακά θα μετεξελιχθεί στο Όργανο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.

Το 1992, κατά τις ανασκαφές του αρχαίου Δίου εντοπίστηκε στην «Έπαυλη του Διονύσου» το άνω τμήμα υδραύλεως του 1ου π.Χ αι και σήμερα εκτίθεται στο μουσείο του Δίου. (fφωτο).

Πηγή: υπουργείο Πολιτισμού – Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών.

«ΕΦΙΠΠΟΣ ΧΩΡΕΙ ΓΕΝΝΑΙΕ ΣΤΡΑΤΗΓΕ…»

1ac

Το 1884 οι Ναυπλιώτες συγκεντρώνουν το αναγκαίο ποσό και παραγγέλνουν τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στον γνωστό γλύπτη Λάζαρο Σώχο.
Ο ανδριάντας δουλεύτηκε στο Παρίσι τα χρόνια 1891-1895, στο εργαστήριο που είχε παραχωρήσει στον Σώχο ο Γάλλος καθηγητής του στη Σχολή Καλών Τεχνών Antoine Mercie.
Το γύψινο πρόπλασμα του Σώχου βράβευσε η Ακαδημία της Pώμης, ενώ εκτέθηκε επίσης στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1900, όπου και πήρε το πρώτο βραβείο.

Tα αποκαλυπτήρια του έργου στο Ναύπλιο έγιναν στις 23 Απριλίου του 1901.
Ο μνημειακός έφιππος ανδριάντας του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης είναι το πρώτο έφιππο άγαλμα της νεοελληνικής γλυπτικής.

O Λάζαρος Σώχος είχε κατασκευάσει και δεύτερο γύψινο πρόπλασμα του έργου, πανομοιότυπο μ’ εκείνο του ανδριάντα του Ναυπλίου. Σκέφτηκε πως το δεύτερο αυτό έργο του έπρεπε να στηθεί στην Αθήνα και έγραψε στον εξάδελφό του δικηγόρο Ξενοφώντα Σώχο ότι το προσφέρει δωρεάν, αρκεί να καταβληθεί το αντίτιμο του ορείχαλκου, για τη χύτευση του έργου. (Το υλικό για το άγαλμα στο Ναύπλιο προερχόταν από κανόνια της Επανάστασης, που υπήρχαν στο Παλαμήδη.) Έπειτα από αναφορά Αθηναίων δημοτών προς τον τότε δήμαρχο Αθηναίων Σπυρίδωνα Μερκούρη και προς το Δημοτικό Συμβούλιο, και μπροστά στον υπαρκτό κίνδυνο να αγοραστεί το πρόπλασμα του ανδριάντα από Γάλλο πολίτη, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε το 1900 να εγκρίνει αρχικά ποσό 5.000 δραχμών από δημοτικούς πόρους για την αγορά του προπλάσματος και επιπλέον τη σύσταση ερανικής επιτροπής για να συγκεντρώσει με πανελλήνιους εράνους τα υπόλοιπα χρήματα, ύψους 16.000 φράγκων, για την κάλυψη του συνολικού ποσού αγοράς του υλικού και της χύτευσης του αγάλματος.

Στην Αθήνα το άγαλμα στήθηκε το 1904. Υπήρξε μάλιστα διαφωνία για τον τόπο όπου έπρεπε να τοποθετηθεί. Ο Δήμος Αθηναίων πρότεινε να στηθεί μπροστά στο Ζάππειο Μέγαρο, ενώ η Νομαρχία Αθηνών μπροστά στην Παλαιά Βουλή. Τελικά, η αρχική θέση του αγάλματος (1904) ήταν σε μικρή νησίδα στη γωνία Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Στη σημερινή του θέση μεταφέρθηκε το 1954, στη διάρκεια έργων ανάπλασης του περιβόλου της Παλαιάς Βουλής.
Άλλωστε στην περιοχή αυτή, μετά το 1835, έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης, στο σπίτι του, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα.

Το άγαλμα έχει συνολικό ύψος περίπου 9 µέτρα μαζί με το βάθρο του.

Ο Σώχος για να αποδώσει τον Κολοκοτρώνη μελέτησε τα πρόσωπα των εν ζωή συγγενών του, διάβασε τα απομνημονεύματά του, είδε τη φορεσιά και τον οπλισμό του, μελέτησε ακόμη και την ιπποσκευή του. Απέδωσε έτσι ρεαλιστικά τις εξωτερικές λεπτομέρειες. Μάλιστα ο Σώχος επιθυμούσε να φιλοτεχνήσει τον Κολοκοτρώνη με την αυθεντική του μορφή, χωρίς κάλυμμα κεφαλιού, προκειμένου να φαίνεται η γνωστή του χαίτη. Οι πιέσεις όμως ήταν έντονες, διότι η Επιτροπή λαχταρούσε έναν επιβλητικό ήρωα και όχι έναν απλό πολεμιστή. Έτσι αναγκάζουν το γλύπτη να φορέσει στο «Γέρο» περικεφαλαία και μάλιστα βαριά, αρχαιοπρεπή, και έτσι τελικά ο ήρωας απέκτησε την εντυπωσιακή και όλο μεγαλείο περικεφαλαία του.

Δε γνωρίζαμε ούτε τις αντιδράσεις, ούτε τα συναισθήματα του καλλιτέχνη γι αυτή την επιβολή στην εικαστική του άποψη, μέχρι το 2002, όπου κατά τις εργασίες συντήρησης του ανδριάντα στην Αθήνα από την αρχαιολογική υπηρεσία, αποκαλύφθηκε η ακόλουθη επιγραφή στην περικεφαλαία και το εσωτερικό της χαίτης:
«Παρά τη θέλησιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου, ξαναφόρεσε την περικεφαλαία, Paris 1909.»

Στις δύο πλαϊνές πλευρές του μαρμάρινου βάθρου του φέρει ένθετες, ανάγλυφες, ορειχάλκινες πλάκες, διακοσμημένες µε πολεµικές αναπαραστάσεις από τη δράση του «Γέρου», επίσης φιλοτεχνημένες από τον Σώχο το 1895 και το 1897. Στη μια όψη παριστάνεται η καταστροφή του Δράμαλη και στην άλλη η προτροπή του Γέρου του Μωριά προς τους Έλληνες να κάψουν τα συγχωροχάρτια των τούρκων, που τους είχε δώσει ο σουλτάνος και να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Ο Σώχος επέλεξε αυτές τις δύο σκηνές θεωρώντας τες από τις πιο σημαντικές της ζωής του Κολοκοτρώνη, σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του.

Στην εμπρόσθια όψη του βάθρου έχει χαραχθεί η επιγραφή: « Έφιππος χώρει γενναίε στρατηγέ ανά τους αιώνας διδάσκων τους λαούς πως οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι.» Στην αντίθετη πλευρά θυμίζει ότι ο ανδριάντας αποπερατώθηκε με κοινό έρανο των Ελλήνων το 1904.

Ο δείκτης του χεριού χαράσσει συμβολικά το δρόμο μπροστά, δείχνει το μέλλον. Εκφράζει το όραμα της ελευθερίας που κατακτιέται με αγώνες και θυσίες.

Ο ανδριάντας του Θ. Κολοκοτρώνη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα υπαίθρια γλυπτά της πρωτεύουσας.

Πηγή: https://argolikivivliothiki.gr/tag

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ.

1ae

«Η Αθήνα του 1817 ήταν λίγο μεγαλύτερη από ένα χωριό. Και ο φαρμακοποιός με το όνομα Ερνέστης Ρομάνο ήταν ένας ξένος ανάμεσα στους ραγιάδες και στους Τούρκους της πόλης. Έσκαβε για το πηγάδι του μες στο χωράφι που μια μέρα θα γινόταν η πλατεία Κοτζιά (όπου η αρχαία Αχαρνική πύλη των Αθηνών). Και βρήκε το μάρμαρο με την καθιστή γυναίκα, δίπλα στον αρχαίο τάφο. Και πάνω τη λέξη «ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ». Γιατί έτσι έλεγαν την κεκοιμημένη. Ήταν σίγουρος ότι θα πιάσει πολλά λεφτά στους Φράγκους.

Αλλά δεν πρόσεξε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Το έμαθαν οι προεστοί κι ένας πιτσιρικάς με αέρα στα πανιά του, ονόματι Κυριάκος Πιττάκης. Και έκαναν φασαρία να του πάρουν την πλάκα, γιατί ήταν, λέει, αρχαία και τους ανήκε. Κι αυτός δεν την έδινε. Και φτάνουν μια μέρα πλήθος στο σπίτι του. Με τους παπάδες και τον Τούρκο καδή, που είχαν καταλλήλως λαδώσει. Έβαλαν τις φωνές, παρακαλούσανε, απειλούσαν. Στο τέλος πήρε στο χέρι 1.000 γρόσια (και άλλα 500 ο καδής κάτω απ’ το χέρι), του πήραν τη γυναίκα και φύγαν. Τον αφήσαν ήσυχο.

Την άλλη εβδομάδα η πλάκα ήταν στημένη όρθια στον νάρθηκα της Μεγάλης Παναγιάς παρά τω Ωρολογίω. Έβαλαν κι ένα σιδερένιο καντήλι πάνω της και προσκυνούσαν τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Γιατί αυτή καθόταν ήρεμη και μπροστά της είπαν ότι είχε τον Άγγελο Κυρίου. Κι επειδή ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, είδαν στην επιγραφή από πάνω το όνομα της Κυράς. Ήταν η Παναγιά-Φρασίκλεια, η δικιά τους Παναγιά. O Eυαγγελισμός της Θεοτόκου. Κι όπως την έφτιαξαν απ’ την αρχή και την αγάπησαν, έτσι μια μέρα την ξέχασαν όλοι μαζί.

Έγινε η Επανάσταση, ήρθε μετά ο Όθωνας, ο Κυριάκος Πιττάκης μεγάλωσε κι έγινε ο πρώτος αρχαιολόγος της χώρας, πήραν την Κυρά, είπαν ότι «δεν είναι η Παναγιά», παρά μόνο μια Φρασίκλεια και την έκλεισαν σε μια αποθήκη. Η Εκκλησιά του Ωρολογίου κάηκε μια βραδιά από λάθος του καντηλανάφτη και δεν έμεινε τίποτα στις στάχτες.

Κάθεται τώρα πια στην αίθουσα 18 του Μουσείου, με τις άλλες γυναίκες στα μάρμαρα τριγύρω. Μια επιγραφή στη βάση λέει ότι είναι του 4ου αιώνα π.Χ. και ότι πέθανε νέα. Περνούν μπροστά της χιλιάδες ανυποψίαστοι επισκέπτες, αλλά εγώ βλέπω κάθε φορά τη σκουριά πάνω στην πέτρα που ’χει μείνει απ’ το καντήλι της Παναγιάς και της λέω ένα «χαίρε». Γιατί την άφησε κι ο Άγγελος και δεν έχει άνθρωπο να πει μια καλημέρα. Η Παναγιά-Φρασίκλεια από λάθος. Αιώνες πάνω στο μνήμα, μέσα σε ένα χωράφι, κάτω από εκεί που περπατούν με βεβαιότητα.»

Κείμενο: του Κώστα Πασχαλίδη, Δρ. Αρχαιολογίας, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.