Category Archives: Αρχαίος κόσμος

Η ΑΡΧΑΙΑ ΥΔΡΑΥΛΙΣ.

1ad

Η Ύδραυλις (ή Ύδραυλος) είναι το πρώτο πληκτροφόρο όργανο στην ιστορία, πρόδρομος του Εκκλησιαστικού Οργάνου, ήταν εφεύρεση του διάσημου μηχανικού Κτησίβιου από τη Αλεξάνδρεια και κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. Αναλυτικές περιγραφές για τον τρόπο λειτουργίας της σώζονται στα κείμενα του Βιτρούβιου (De Archiectura X, 8) και του Ήρωνα του Αλεξανδρέα (Πνευματικά Ι, 42). Χαρακτηριστικό γνώρισμα του οργάνου αυτού ήταν το υδραυλικό σύστημα πάνω στο οποίο βασιζόταν για να λειτουργήσει, καθώς αυτό ήταν υπεύθυνο για την παραγωγή, κίνηση και ρύθμιση της πίεσης του αέρα, ο οποίος διοχετευόταν στους αυλούς διαμέσου μιας σειράς μοχλών.

Το αξιοπερίεργο αυτό τεχνολογικό και μουσικό κατασκεύασμα εξαπλώθηκε ταχύτατα στον ελληνιστικό και αργότερα τον ρωμαϊκό κόσμο, όπου συνόδευε γιορτές και αγώνες στα αμφιθέατρα. Αγαπήθηκε από πολλούς Ρωμαίους αυτοκράτορες και ιδιαιτέρως από τον Νέρωνα, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του έξοχο οργανοπαίκτη.

Σταδιακά, ο υδραυλικός μηχανισμός αντικαθίσταται από φυσερά. Το όργανο που συναντάται στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης είναι πλέον πνευματικό.
Τον 7ο και 8ο αιώνα η Ύδραυλις αποκαλείται Όργανον.

Τον 10ο αιώνα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος (945-959) εντάσσει το Όργανον στο πρωτόκολλο της αυλής και σε ειδικές τελετές στο Μεγάλο Παλάτιο, στην πολύ γνωστή Μεγάλη Προσέλευση, και στον Ιππόδρομο κατά την διεξαγωγή αρματοδρομιών. Μετά την άλωση της Πόλης (1453) το όργανο εξαφανίζεται από την Ανατολή.

Το 757 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ (741-775) αποστέλλει ένα όργανο ως δώρο στον αυτοκράτορα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου.
Το 826 ένας μοναχός από τη Βενετία, ονόματι Γεώργιος, κατασκευάζει στην Aix-la-Chapelle (Άαχεν), όπου η αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς, γιου του Καρλομάγνου, ένα όργανο «κατά τον ελληνικό τρόπο».

Το Όργανο απέκτησε εξέχουσα θέση στη λειτουργία της Καθολικής Εκκλησιάς και αργότερα και στη μη εκκλησιαστική, κοσμική μουσική παράδοση. Σταδιακά θα μετεξελιχθεί στο Όργανο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.

Το 1992, κατά τις ανασκαφές του αρχαίου Δίου εντοπίστηκε στην «Έπαυλη του Διονύσου» το άνω τμήμα υδραύλεως του 1ου π.Χ αι και σήμερα εκτίθεται στο μουσείο του Δίου. (fφωτο).

Πηγή: υπουργείο Πολιτισμού – Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ.

1ae

«Η Αθήνα του 1817 ήταν λίγο μεγαλύτερη από ένα χωριό. Και ο φαρμακοποιός με το όνομα Ερνέστης Ρομάνο ήταν ένας ξένος ανάμεσα στους ραγιάδες και στους Τούρκους της πόλης. Έσκαβε για το πηγάδι του μες στο χωράφι που μια μέρα θα γινόταν η πλατεία Κοτζιά (όπου η αρχαία Αχαρνική πύλη των Αθηνών). Και βρήκε το μάρμαρο με την καθιστή γυναίκα, δίπλα στον αρχαίο τάφο. Και πάνω τη λέξη «ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ». Γιατί έτσι έλεγαν την κεκοιμημένη. Ήταν σίγουρος ότι θα πιάσει πολλά λεφτά στους Φράγκους.

Αλλά δεν πρόσεξε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Το έμαθαν οι προεστοί κι ένας πιτσιρικάς με αέρα στα πανιά του, ονόματι Κυριάκος Πιττάκης. Και έκαναν φασαρία να του πάρουν την πλάκα, γιατί ήταν, λέει, αρχαία και τους ανήκε. Κι αυτός δεν την έδινε. Και φτάνουν μια μέρα πλήθος στο σπίτι του. Με τους παπάδες και τον Τούρκο καδή, που είχαν καταλλήλως λαδώσει. Έβαλαν τις φωνές, παρακαλούσανε, απειλούσαν. Στο τέλος πήρε στο χέρι 1.000 γρόσια (και άλλα 500 ο καδής κάτω απ’ το χέρι), του πήραν τη γυναίκα και φύγαν. Τον αφήσαν ήσυχο.

Την άλλη εβδομάδα η πλάκα ήταν στημένη όρθια στον νάρθηκα της Μεγάλης Παναγιάς παρά τω Ωρολογίω. Έβαλαν κι ένα σιδερένιο καντήλι πάνω της και προσκυνούσαν τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Γιατί αυτή καθόταν ήρεμη και μπροστά της είπαν ότι είχε τον Άγγελο Κυρίου. Κι επειδή ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, είδαν στην επιγραφή από πάνω το όνομα της Κυράς. Ήταν η Παναγιά-Φρασίκλεια, η δικιά τους Παναγιά. O Eυαγγελισμός της Θεοτόκου. Κι όπως την έφτιαξαν απ’ την αρχή και την αγάπησαν, έτσι μια μέρα την ξέχασαν όλοι μαζί.

Έγινε η Επανάσταση, ήρθε μετά ο Όθωνας, ο Κυριάκος Πιττάκης μεγάλωσε κι έγινε ο πρώτος αρχαιολόγος της χώρας, πήραν την Κυρά, είπαν ότι «δεν είναι η Παναγιά», παρά μόνο μια Φρασίκλεια και την έκλεισαν σε μια αποθήκη. Η Εκκλησιά του Ωρολογίου κάηκε μια βραδιά από λάθος του καντηλανάφτη και δεν έμεινε τίποτα στις στάχτες.

Κάθεται τώρα πια στην αίθουσα 18 του Μουσείου, με τις άλλες γυναίκες στα μάρμαρα τριγύρω. Μια επιγραφή στη βάση λέει ότι είναι του 4ου αιώνα π.Χ. και ότι πέθανε νέα. Περνούν μπροστά της χιλιάδες ανυποψίαστοι επισκέπτες, αλλά εγώ βλέπω κάθε φορά τη σκουριά πάνω στην πέτρα που ’χει μείνει απ’ το καντήλι της Παναγιάς και της λέω ένα «χαίρε». Γιατί την άφησε κι ο Άγγελος και δεν έχει άνθρωπο να πει μια καλημέρα. Η Παναγιά-Φρασίκλεια από λάθος. Αιώνες πάνω στο μνήμα, μέσα σε ένα χωράφι, κάτω από εκεί που περπατούν με βεβαιότητα.»

Κείμενο: του Κώστα Πασχαλίδη, Δρ. Αρχαιολογίας, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ.

1mb

“…Το Σάββατο 18 Ιουλίου 1959, το κομπρεσέρ της ΥΔΡΕΞ, που άνοιγε φρεάτιο αποχέτευσης στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Α’ και Φίλωνος στον Πειραιά, προσέκρουσε σε βάθος 1,50 μ. κάτω από το οδόστρωμα σε ένα σκληρό αντικείμενο. Ήταν το χέρι του χάλκινου κούρου, ενός θαυμάσιου και σπάνιου για το υλικό του αγαλματικού τύπου, που έγινε από τότε γνωστός ως Απόλλων Πειραιώς. Τις αμέσως επόμενες μέρες αποκαλύφθηκε μέσα σε ένα περιορισμένο σκάμμα 5,70×2,30 μ. ένα σύνολο αναπάντεχων ευρημάτων, αποτελούμενων από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, το μαρμάρινο αγαλματίδιο της Αρτέμιδος Κινδυάδος, τα χάλκινα αγάλματα της «μικρής» και της «μεγάλης Αρτέμιδος», ένα χάλκινο τραγικό προσωπείο, μια χάλκινη ασπίδα και δύο μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες. Τις ανασκαφικές εργασίες διηύθυναν ο Ιωάννης Παπαδημητρίου και ο Ευθύμιος Μαστροκώστας. Τον χώρο επισκέφθηκαν από την πρώτη στιγμή ο δήμαρχος Παύλος Ντεντιδάκης, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο ίδιος ο βασιλιάς Παύλος με τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Οι εφημερίδες πήραν φωτιά, με καθημερινά εκτενή αφιερώματα και ειδήσεις για την πρόοδο της ανασκαφής, και ο μισός Πειραιάς ζούσε σκαρφαλωμένος στα πρόχειρα τοιχία του σκάμματος, προσπαθώντας να παρακολουθήσει την κάθε φτυαριά του έργου. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση. Ο συντηρητής Χρήστος Χατζηλιού ανέλαβε το δύσκολο έργο του καθαρισμού και της άρσης της ζωντανής φθοράς του μετάλλου, καθώς και την υποχρέωση να βρει τρόπους στήριξης των αγαλμάτων σε γερές βάσεις. Το 1983 τα αγάλματα πήραν την οριστική τους θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, όπου μπορεί όποιος ξέρει να ανακαλύπτει θαύματα στην πόλη να τα επισκεφθεί στην καθαρή και χωρίς περιττές ευκολίες έκθεσή τους.

Η ανακάλυψη εκείνο το καλοκαίρι «κοντά στα αγάλματα» ενός νομίσματος του βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορος, κοπής του 87/86 π.Χ., συνέδεσε τη συγκέντρωσή τους με τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας του Σύλλα. Διατυπώθηκε δηλαδή η υπόθεση ότι ορισμένοι κάτοικοι του Πειραιά, θορυβημένοι από τις λεηλασίες των αναθημάτων στους ιερούς τόπους από τον Ρωμαίο ύπατο, αποφάσισαν να κρύψουν σε έναν αθέατο χώρο κοντά στο λιμάνι τα πολύτιμα λατρευτικά αγάλματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., τα αναθήματα και τις ερμαϊκές στήλες, για να αποφύγουν την ατίμωση. Για να ζήσουν περισσότερο από εκείνους, η μοίρα των οποίων ήταν προδιαγεγραμμένη. Έβαλαν με τάξη τα αγάλματα στο χώμα, σαν να έθαβαν αγαπημένους νεκρούς, και φρόντισαν, για την εξοικονόμηση χώρου, να τα ακουμπήσουν το ένα στο άλλο. Σε μια στιγμή συναισθηματικής έξαρσης, τοποθέτησαν τη μικρή Αρτέμιδα στην αγκαλιά της Αθηνάς, εικονογραφώντας με αυτό τον τρόπο το φόβο και την ανάγκη της προστασίας που ζητούσαν στις λίγες ώρες του ύπνου τους. Η απόκρυψη του Πειραιά έγινε από ανθρώπους που φρόντιζαν τα σύμβολα αντί των ίδιων των σωμάτων, αντί για τη ζωή τους.

Ο Σύλλας εισέβαλε στην Αθήνα τα μεσάνυχτα της πρώτης νύχτας του Ανθεστηριώνος (Φεβρουαρίου) του 86 π.Χ. από μια αφύλακτη πύλη του τείχους. Τα όσα ακολούθησαν ανήκουν στις εφιαλτικότερες σελίδες της αρχαίας γραμματείας. Το αίμα των χιλιάδων σφαγιασθέντων μαζί με εκείνων που αυτοκτονούσαν από απόγνωση («εξ οίκτου και πόθου προς την πατρίδαν των») κάλυψε την Αγορά και τον Κεραμεικό, την ώρα που οι φλόγες έκαιγαν ό,τι στεκόταν όρθιο στον Πειραιά. Η Αθήνα και το λιμάνι της επανήλθαν στη ρωμαϊκή διοίκηση και κανείς απ’ όσους επέζησαν δεν έκανε τον κόπο να ξεθάψει και να αναστήσει τους χάλκινους θεούς. Ενδεχομένως γιατί κανείς απ’ όσους γνώριζαν την κρυψώνα δεν έζησε για να την αποκαλύψει. Τα αγάλματα της απόκρυψης του Πειραιά έμειναν θαμμένα, ξεχασμένα και ασφαλή σε μια αιώνια αγκαλιά.”

Πηγή: Άρθρο του κου. Κώστα Πασχαλίδη, Δρ. Αρχαιολογίας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Φωτογραφία: του Δημήτριου Χαρισιάδη. Η «μικρή Άρτεμις», όπως βρέθηκε αγκαλιασμένη με τη χάλκινη Αθηνά, Ιούλιος 1959. Αρχείο της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
‘ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ. “…Το Σάββατο 18 Ιουλίου 1959, το κομπρεσέρ της ΥΔΡΕΞ, που άνοιγε φρεάτιο αποχέτευσης στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Α’ και Φίλωνος στον Πειραιά, προσέκρουσε σε βάθος 1,50 μ. κάτω από το οδόστρωμα σε ένα σκληρό αντικείμενο. Ήταν το χέρι του χάλκινου κούρου, ενός θαυμάσιου και σπάνιου για το υλικό του αγαλματικού τύπου, που έγινε από τότε γνωστός ως Απόλλων Πειραιώς. Τις αμέσως επόμενες μέρες αποκαλύφθηκε μέσα σε ένα περιορισμένο σκάμμα 5,70×2,30 μ. ένα σύνολο αναπάντεχων ευρημάτων, αποτελούμενων από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, το μαρμάρινο αγαλματίδιο της Αρτέμιδος Κινδυάδος, τα χάλκινα αγάλματα της «μικρής» και της «μεγάλης Αρτέμιδος», ένα χάλκινο τραγικό προσωπείο, μια χάλκινη ασπίδα και δύο μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες. Τις ανασκαφικές εργασίες διηύθυναν ο Ιωάννης Παπαδημητρίου και ο Ευθύμιος Μαστροκώστας. Τον χώρο επισκέφθηκαν από την πρώτη στιγμή ο δήμαρχος Παύλος Ντεντιδάκης, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο ίδιος ο βασιλιάς Παύλος με τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Οι εφημερίδες πήραν φωτιά, με καθημερινά εκτενή αφιερώματα και ειδήσεις για την πρόοδο της ανασκαφής, και ο μισός Πειραιάς ζούσε σκαρφαλωμένος στα πρόχειρα τοιχία του σκάμματος, προσπαθώντας να παρακολουθήσει την κάθε φτυαριά του έργου. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση. Ο συντηρητής Χρήστος Χατζηλιού ανέλαβε το δύσκολο έργο του καθαρισμού και της άρσης της ζωντανής φθοράς του μετάλλου, καθώς και την υποχρέωση να βρει τρόπους στήριξης των αγαλμάτων σε γερές βάσεις. Το 1983 τα αγάλματα πήραν την οριστική τους θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, όπου μπορεί όποιος ξέρει να ανακαλύπτει θαύματα στην πόλη να τα επισκεφθεί στην καθαρή και χωρίς περιττές ευκολίες έκθεσή τους. Η ανακάλυψη εκείνο το καλοκαίρι «κοντά στα αγάλματα» ενός νομίσματος του βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορος, κοπής του 87/86 π.Χ., συνέδεσε τη συγκέντρωσή τους με τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας του Σύλλα. Διατυπώθηκε δηλαδή η υπόθεση ότι ορισμένοι κάτοικοι του Πειραιά, θορυβημένοι από τις λεηλασίες των αναθημάτων στους ιερούς τόπους από τον Ρωμαίο ύπατο, αποφάσισαν να κρύψουν σε έναν αθέατο χώρο κοντά στο λιμάνι τα πολύτιμα λατρευτικά αγάλματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., τα αναθήματα και τις ερμαϊκές στήλες, για να αποφύγουν την ατίμωση. Για να ζήσουν περισσότερο από εκείνους, η μοίρα των οποίων ήταν προδιαγεγραμμένη. Έβαλαν με τάξη τα αγάλματα στο χώμα, σαν να έθαβαν αγαπημένους νεκρούς, και φρόντισαν, για την εξοικονόμηση χώρου, να τα ακουμπήσουν το ένα στο άλλο. Σε μια στιγμή συναισθηματικής έξαρσης, τοποθέτησαν τη μικρή Αρτέμιδα στην αγκαλιά της Αθηνάς, εικονογραφώντας με αυτό τον τρόπο το φόβο και την ανάγκη της προστασίας που ζητούσαν στις λίγες ώρες του ύπνου τους. Η απόκρυψη του Πειραιά έγινε από ανθρώπους που φρόντιζαν τα σύμβολα αντί των ίδιων των σωμάτων, αντί για τη ζωή τους. Ο Σύλλας εισέβαλε στην Αθήνα τα μεσάνυχτα της πρώτης νύχτας του Ανθεστηριώνος (Φεβρουαρίου) του 86 π.Χ. από μια αφύλακτη πύλη του τείχους. Τα όσα ακολούθησαν ανήκουν στις εφιαλτικότερες σελίδες της αρχαίας γραμματείας. Το αίμα των χιλιάδων σφαγιασθέντων μαζί με εκείνων που αυτοκτονούσαν από απόγνωση («εξ οίκτου και πόθου προς την πατρίδαν των») κάλυψε την Αγορά και τον Κεραμεικό, την ώρα που οι φλόγες έκαιγαν ό,τι στεκόταν όρθιο στον Πειραιά. Η Αθήνα και το λιμάνι της επανήλθαν στη ρωμαϊκή διοίκηση και κανείς απ’ όσους επέζησαν δεν έκανε τον κόπο να ξεθάψει και να αναστήσει τους χάλκινους θεούς. Ενδεχομένως γιατί κανείς απ’ όσους γνώριζαν την κρυψώνα δεν έζησε για να την αποκαλύψει. Τα αγάλματα της απόκρυψης του Πειραιά έμειναν θαμμένα, ξεχασμένα και ασφαλή σε μια αιώνια αγκαλιά.” Πηγή: Άρθρο του κου. Κώστα Πασχαλίδη, Δρ. Αρχαιολογίας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Φωτογραφία: του Δημήτριου Χαρισιάδη. Η «μικρή Άρτεμις», όπως βρέθηκε αγκαλιασμένη με τη χάλκινη Αθηνά, Ιούλιος 1959. Αρχείο της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.’

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΞΥΛΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΝ ΟΙ ΤΡΙΗΡΕΙΣ.

1rt
Στα ίχνη του ξύλου από το οποίο κατασκευάζονταν οι αρχαίες τριήρεις πιστεύουν ότι βρίσκονται επιστήμονες από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ που αναζητούν στα Πιέρια το “μακεδονικό έλατο και το πεύκο του Ολύμπου και των Πιερίων”, τη λεγόμενη και δασική πεύκη ή “λιάχα” κατά την τοπική ονομασία, που κατά τον μαθητή του Αριστοτέλη Θεόφραστο, χρησιμοποιούνταν για την επίπονη διαδικασία της κατασκευής κουπιών και πλοίων.
Αποτυπώματα στο χώμα του συγκεκριμένου είδους ξύλου, που δεν έχει ρόζους και “ανάποδα νερά” αλλά επιδεικνύει μεγάλη αντοχή στο θαλασσινό νερό, εντοπίστηκαν στις αρχαιολογικές ανασκαφές που ξεκίνησαν το 2003 στη Μεθώνη της Πιερίας.
Το γεγονός αυτό, μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των ευρημάτων σε επιστημονικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2011, κινητοποίησε επιστήμονες από διαφορετικούς κλάδους από την Ελλάδα, το Λος Άντζελες των ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ιρλανδία που έκτοτε συνεργάζονται με στόχο να εντοπίσουν ατόφια κομμάτια ξύλου από τον 8ο π.Χ. αιώνα, κατά τη συνέχιση των ανασκαφών στη Μεθώνη από το 2014. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, όπως ελπίζουν, θα ακολουθήσουν διαδικασίες ταυτοποίησης του ξύλου με τα πεύκα και τα έλατα αυτού του είδους που ευδοκιμούν μόνο σε δύο περιοχές της Ελλάδας, στο δάσος της Ρητίνης στα Πιέρια και σε ένα μικρό τμήμα της Δράμας.
Ραδιοχρονολογήσεις, εργαστηριακές αναλύσεις αλλά και βοτανικές μελέτες θα μπορούσαν να ρίξουν φως στο αν η συγκεκριμένη βλάστηση υπήρξε στην ευρύτερη περιοχή της Μεθώνης στο διάστημα από τη νεολιθική εποχή (5.000 π.Χ) μέχρι το 354 π.Χ. οπότε ο Φίλιππος κατέστρεψε την πόλη για να την εγκαταστήσει σε άλλη τοποθεσία.
“Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη συνεργασία, η οποία ξεκίνησε στα τέλη του 2011 ανάμεσα στην 27η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, που έχει έδρα στην Κατερίνη της Πιερίας, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το τμήμα αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια Λος Άντζελες” εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιωάννης Τζιφόπουλος.
Ο ίδιος εξηγεί ότι από την αμερικανική πλευρά ιδιαίτερο ήταν το ενδιαφέρον του ελληνικής καταγωγής καθηγητή Τζων Παπαδόπουλου, ο οποίος επί πολλά χρόνια ηγείτο ανασκαφών στην Τορώνη της Χαλκιδικής, στην Ήπειρο αλλά και στην Αλβανία.
Η συνεργασία χρηματοδοτείται από όλους τους παραπάνω φορείς, ενώ σε αυτήν συμμετέχουν αρχαιολόγοι, ανθρακολόγοι, σχεδιαστές, συντηρητές, δασολόγοι και βοτανολόγοι, από τη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, την Κατερίνη, το Λος Άντζελες, το Εδιμβούργο και την Οξφόρδη. Έχοντας ως δεδομένο ότι η αρχαία πόλη – λιμάνι της Μεθώνης ήταν κέντρο εμπορίας ξυλείας για τη ναυπήγηση ξύλων τριήρεων και άλλων αρχαίων εμπορικών και πολεμικών πλοίων, αλλά και κουπιών από τα δάση της Πιερίας, η ομάδα των επιστημόνων επισκέφθηκε την περασμένη Κυριακή τα Πιέρια, αναζητώντας τα συγκεκριμένα είδη ξύλου που χρησιμοποιούνταν πριν από 2.500 χρόνια.
“Η Μεθώνη της Πιερίας ήταν αποικία των Ερετριέων και μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Οι Ερετριείς, που ήταν ένα είδος εμπόρων και εφοπλιστών της εποχής εκείνης με εξειδίκευση στη ναυπηγική και τη ναυσιπλοϊα γνώριζαν τους φυσικούς πόρους της ευρύτερης περιοχής και κυρίως την απαραίτητη και κατάλληλη ξυλεία για τη ναυπηγική. Αυτή την ξυλεία την έπαιρναν από τα δάση του Ολύμπου και των Πιερίων”σημειώνει ο κ. Τζιφόπουλος. Διευκρινίζει, επίσης, ότι τα έλατα και τα πεύκα του Παρνασσού και της Εύβοιας ήταν σχεδόν άχρηστα καθώς ήταν τραχιά με ρόζους και ανάποδα νερά και όπως έλεγαν οι μαραγκοί, σάπιζαν γρήγορα στη θάλασσα.
Πέρα από τα ευρήματα στη Μεθώνη, τους επιστήμονες “καθοδήγησε” η επιγραφή στήλης της ακρόπολης των Αθηνών που σώζεται σήμερα και εκτίθεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Σε αυτήν αναφέρεται ρητά η συμμαχία των Μεθωναίων εκ Πιερίας και των Αθηναίων, ενώ είναι γνωστό στους αρχαιολόγους ότι σε όλες τις συνθήκες που σύναπταν οι Αθηναίοι εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους για την ξυλεία της Μακεδονίας. Άλλωστε, στα αρχαία κείμενα επισημαίνεται ο ρόλος του λιμανιού της Μεθώνης ως διαμετακομιστικού κέντρου στο Αιγαίο. Παράλληλα, σύμφωνα με κείμενα που έχουν διασωθεί, ο αρχαίος ρήτορας Αισχύνης δήλωνε με περηφάνια ότι διέθετε άδεια από τον μακεδόνα βασιλιά για τη μεταφορά ξυλείας στην Αθήνα.
“Από τις πηγές και τις ανασκαφές γεννώνται πολλά ερωτήματα. Οι ανασκαφές που θα ξεκινήσουν και πάλι από του χρόνου στην αρχαία Μεθώνη (περιοχή Μεθώνης – Μακρύγιαλου) αναμένεται να ρίξουν ‘φως’ σε πολλά θέματα. Εκτός από την ξυλεία, από την οποία κατασκευάζονταν οι αρχαίες τριήρεις, στοιχεία αναζητούνται για τον χαρακτήρα της αρχαϊκής αγοράς που βρέθηκε σε πολύ καλή κατάσταση, το λιμάνι του οικισμού που δεν έχει εντοπιστεί ακόμη, τις μεταλλευτικές δραστηριότητες, τη δομή της τοπικής κοινωνίας και των φύλων που κατοίκησαν την περιοχή” σχολιάζει ο κ. Τζιφόπουλος.
Προσθέτει, μάλιστα, ότι όπως μαρτυρούν τα μέχρι τώρα ευρήματα του ανασκαφικού έργου με επικεφαλής τον αρχαιολόγο της 27ης Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Μάνθο Μπέσιο μπορεί να υπάρχουν ευρήματα που πραγματικά θα αλλάξουν τα δεδομένα για την περίοδο της αρχαίας Μεθώνης και Μακεδονίας, αλλά θα προσθέσουν στο πολιτισμικό κεφάλαιο της Πιερίας ώστε να αποτελέσει συγκριτικό πλεονέκτημα στην ανάπτυξή της.

απο hellasforce

ΚΙΓΚΙΝΑΤΟΣ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ.

1κ

Ο Λεύκιος Κουίντιος Κιγκινάτος (ή απλώς Cincinnatus) ήταν πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της αρχαίας Ρώμης. Έμεινε διάσημος για την απλότητά του και για την προσήλωσή του στους δημοκρατικούς θεσμούς και το δημοκρατικό ιδεώδες.
Ήταν πατρίκιος και διορίστηκε ύπατος το 460 π.Χ., λόγω της οξυμένης διαμάχης μεταξύ πατρικίων και πληβείων. Αφού κατόρθωσε να συμφιλιώσει τις δύο μερίδες, τελειώνοντας η θητεία του αρνήθηκε να ξαναβάλει υποψηφιότητα για την υπατεία, επειδή πίστευε πως είναι άδικο να κρατάς την εξουσία παραπάνω από όσο είναι η θητεία του αξιώματος.

Ήταν δε τόσο δίκαιος που ενώ μπορούσε, όσο ήταν στην εξουσία, να την χρησιμοποιήσει για προσωπικό όφελος, αρνήθηκε να ανακαλέσει από την εξορία τον γιό του Καίσωνα, που τον είχε εξορίσει η προηγούμενη αρχή. Μάλιστα στον Καίσωνα είχε επιβληθεί μεγάλο χρηματικό πρόστιμο, το οποίο για να το πληρώσει ο Κιγκινάτος πούλησε σχεδόν όλα τα χωράφια του, εκτός από ένα μικρό και έμεινε φτωχός σ’ όλη του τη ζωή. Θεωρούσε ότι είναι ποιό σημαντικό να κάνεις σωστά το καθήκον σου για την πατρίδα ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα φανείς σκληρός για την οικογένεια σου, παρά να γίνεις φαύλος και εχθρός της πολιτείας για ίδιον όφελος.
Σε εκείνο το μικρό χωράφι, πέρα από τον Τίβερη, αποσύρθηκε και ασχολήθηκε με την καλλιέργειά του.

Το 458 π.Χ. υπήρξε ένα πολύ επικίνδυνο έτος για την ρωμαϊκή δημοκρατία. Οι Αίκουοι πολιόρκησαν το στρατόπεδο του ύπατου Μινούκιου στο Λάτιο και φαινόταν ότι είχαν πολλές πιθανότητες να νικήσουν. Η Σύγκλητος αποφάσισε να ανακηρύξει τον Κιγκινάτο δικτάτορα για 6 μήνες για να αποκρούσει τους εχθρούς.

Εν σώματι οι συγκλητικοί, φορώντας τις τηβέννους τους, πήγαν στον Κιγκινάτο να του αναγγείλουν ότι ανακηρύχθηκε δικτάτορας (το αξίωμα του δικτάτορα ήταν ένα έκτακτο αξίωμα που έδινε για έξι μήνες την απόλυτη εξουσία να δράσει για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που απειλούσε τη Ρώμη). Και ήξεραν που θα τον βρουν. Στο κτήμα του, εκεί που ζούσε την απλή ζωή του αγρότη. Τον βρήκαν να οργώνει το χωράφι του. Ο ίδιος αφού τους υποδέχτηκε όπως άρμοζε στο αξίωμα τους, τους παρακάλεσε να περιμένουν λίγο μέχρι να πάει να φορέσει την τήβεννο του και μετά να μιλήσουν για τα κρατικά ζητήματα.

Την άλλη μέρα ξεκίνησε να πολεμήσει. Ηγούμενος του πεζικού, και όχι του ιππικού όπως συνηθιζόταν για τους Ρωμαίους αριστοκράτες, έκανε μία κεραυνοβόλα εκστρατεία και κατάφερε μια μεγαλειώδη νίκη, ακριβώς δεκαέξι μέρες μετά την αναγόρευση του σε δικτάτορα. Επέστρεψε στη Ρώμη και έκανε θρίαμβο. Προς τιμήν του και προς μεγάλη έκπληξη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, παρέδωσε την εξουσία άμεσα πίσω στην Σύγκλητο. Παρά την εξάμηνη θητεία (μπορούσε να μείνει στο αξίωμα για ακόμα 5 μήνες) και την ευρεία λαϊκή αποδοχή που του έφερε η νίκη του, ο ίδιος επιλέγει να αποσυρθεί στα φτωχά κτήματα του, πιστός στο κάλεσμα της πατρίδας, αλλά όχι της εξουσίας. Επέστρεψε λοιπόν στην αγροτική ζωή που είχε επιλέξει, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, σα να μην είχε συγκεντρώσει προ ολίγου την πιο μεγάλη δύναμη στα χέρια του.

Ο Κιγκινάτος αποτέλεσε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του “Romanitas” , του ρωμαϊκού κώδικα τιμής, όπως τον αποκαλούσαν. Πρότυπο Ρωμαίου πολίτη που συγκέντρωνε στην προσωπικότητά του τις αρχές του πατριωτισμού, της ολιγάρκειας και της εντιμότητας. Τρεις πόλεις στον κόσμο φέρουν τιμητικά το όνομα του, η πόλη Cincinnato στη Lazio της Ιταλίας, η πόλη Cincinnatus στην Νέα Υόρκη και η πόλη Cincinnati στην πολιτεία του Ohio.

ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ.

1aq

Οι αρχαίοι Έλληνες, όταν έκαναν κάποια ευχή, χτυπούσαν προηγουμένως με το δάχτυλό τους τον κορμό ενός δέντρου, επειδή πίστευαν ότι ορισμένοι θεοί κατοικούσαν μέσα σ’ αυτά. Με το χτύπημα, λοιπόν, τους ειδοποιούσαν εγκαίρως, ώστε να εισακουσθεί η ευχή τους. Σήμερα, έπειτα από τρεις χιλιάδες χρόνια, κάνουμε το ίδιο κι εμείς. «Το χτύπα ξύλο», που λέμε, για το ένα ή το άλλο ζήτημα, είναι συνέχεια της συνήθειας εκείνης των αρχαίων προγόνων μας.

Μία άλλη φράση, που μας ερχεται από τότε, είναι το «κουνήσου από τη θέση σου». Οι αρχαίοι Έλληνες, όταν έλεγαν κάτι κακό χωρίς να το θέλουν, μετακινούνταν αμέσως σε άλλη θέση. Έτσι, αν ο λόγος που είπαν πάνω στο θυμό τους ή την αφηρημάδα τους ήταν άστοχος, να πέσει στο… κενό!

Επίσης, όταν κάποιος από τους αρχαίους Έλληνες σταύρωνε τα χέρια του στο στήθος, πίστευαν ότι δένει τη δύναμή του. Οι νεοέλληνες πιστεύουν σήμερα ότι «δένουν την τύxη τους».

Στο φτάρνισμα, οι αρχαίοι πρόγονοί μας απέδιδαν θεία τιμή και ιερές ιδιότητες. Το φτάρνισμα εθεοποιείτο και ο φταρνιζόμενος άκουγε από τους συμπολίτες του την ευχή: «Ζήθι!» (να ζεις) ή «Ζευς σώζοι!»  είθε, μακάρι να σε σώζει, να σε φυλάει ο Δίας).

Όλοι έχουμε περάσει κάποιες στιγμές την ενοχλητική και επίμονη εκείνη «βουή» των αυτιών, που μπορεί να προέρχεται από μια κακή λειτουργία του στομάχου ή μιας ελαφριάς αρτηριακής πίεσης. Τη βουή αυτή οι γυναικούλες την θεωρούν ως κακό σημάδι. Βάζουν το δάχτυλο στ’ αυτί, το κουνούν γρήγορα – γρήγορα, δεξιά κι αριστερά και κάνουν τον αφορισμό λέγοντας: Στ’ αυτιά των εχθρών μου!

Και στην αρχαιότητα, υπήρχε η σχετική πρόληψη, με την εξής διαφορά: Αν η βουή ήταν από το δεξιό αυτί, τα πράγματα θα πήγαιναν καλά. Η βουή πάλι του αριστερού αυτιού φανέρωνε ατυχήματα, στενοχώριες, εμπόδια και περισπασμούς. Και σήμερα, σε κάποια μέρη η βουή στο δεξιό αυτί σημαίνει καλή είδηση), στο αριστερό δυσάρεστο…

Άλλα σημάδια καλά ή κακά, αναλόγως των περιστάσεων και των προσώπων, ήταν το «παίξιμο του ματιού». Όταν, λοιπόν, έπαιζε το μάτι κάποιου, οι γνωστοί του τον χτυπούσαν στον ώμο και του έλεγαν: Σε θυμήθηκαν οι θεοί! Φτάνει να είναι για καλό.

Η δεισιδαιμονία των αρχαίων εκτεινόταν, τόσο στο φυτικό, όσο και στον ζωικό κόσμο. Από τα έντομα, εξαιρετική μαντική σπουδαιότητα είχε ο βόμβυξ,  έντομο που κατατρώγει τα φύλλα της βελανιδιάς και άλλων δένδρων. Σήμερα λέγεται «μουσντετζής» ή «μαντατούρας».
Τον βόμβυκα αυτόν, οι αρχαίοι τον έλεγαν «άγγελο» («μαντατοφόρο») και, όπως σήμερα, όταν τον δούν να μπαίνει από κανένα παράθυρο, έτσι και τότε, πίστευαν ότι θα έχουν ευχάριστα νέα, κυρίως, από ξενιτεμένους συγγενείς ή φίλους.

ΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΡΩΜΑΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ.

1adΟι βασικές γνώσεις των Ρωμαίων για την κατασκευή των οδοστρωμάτων προέρχονταν από τους Ετρούσκους και τους Καρχηδόνιους, τις οποίες φυσικά προσάρμοσαν στις νέες ανάγκες. Περί το 100 μ.Χ. η αυτοκρατορία διέθετε ένα οδικό δίκτυο συνολικού μήκους περίπου 80.000 χιλιόμετρων, σε μια περιοχή που σήμερα συμπεριλαμβάνει περισσότερες από 30 χώρες.

Οι ρωμαϊκοί δρόμοι ήταν προσεκτικά σχεδιασμένοι και κατασκευάζονταν έτσι ώστε να είναι στερεοί, εύχρηστοι και όμορφοι. Το ιδανικό ήταν να συνδέουν μια αφετηρία με κάποιον προορισμό μέσω της συντομότερης δυνατής διαδρομής, κάτι που εξηγεί γιατί πολλοί δρόμοι έχουν μακριά ευθεία τμήματα. Πολλές φορές, όμως, οι δρόμοι χρειαζόταν να ακολουθούν τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους. Όπου ήταν δυνατόν, σε λοφώδεις και ορεινές περιοχές, οι Ρωμαίοι μηχανικοί κατασκεύαζαν τους δρόμους τους στη μέση της πλαγιάς, από την πλευρά του βουνού που έβλεπε ο ήλιος. Για όσους χρησιμοποιούσαν τους δρόμους, αυτή η θέση ελαχιστοποιούσε οποιαδήποτε δυσκολία θα μπορούσε να προκύψει εξαιτίας αντίξοων καιρικών συνθηκών.

Πρώτα καθοριζόταν η πορεία του δρόμου. Αυτή την εργασία την ανέθεταν σε τοπογράφους της εποχής. Κατόπιν, άφηναν σε λεγεωνάριους, εργάτες ή δούλους την κοπιαστική εργασία του σκαψίματος. Σκάβονταν δύο παράλληλα χαντάκια κατά μήκος των πλευρών του μελλοντικού δρόμου.
Η ελάχιστη απόσταση μεταξύ τους ήταν περίπου 2,5 μέτρα, αλλά η συνηθισμένη απόσταση ήταν 4 μέτρα, ενώ είχαν μεγαλύτερο πλάτος στις στροφές. Το τελικό πλάτος του δρόμου μπορούσε να φτάσει και τα 10 μέτρα. Στη συνέχεια απομάκρυναν το χώμα που υπήρχε ανάμεσα στα δύο χαντάκια, σχηματίζοντας μια βαθιά τάφρο. Το συνολικό πάχος του οδοστρώματος κυμαινόταν μεταξύ 60εκ. και 250 εκ. Μόλις έφταναν σε στέρεο έδαφος, γέμιζαν το κοίλωμα με τρεις ή τέσσερις στρώσεις διαφορετικών υλικών.
Η πρώτη στρώση συνήθως αποτελούνταν από μεγάλες πέτρες ή μπάζα. Κατόπιν πρόσθεταν χαλίκια ή επίπεδες πέτρες, υλικά που συγκρατούνταν με σκυροκονίαμα. Το λεγόμενο ρωμαϊκό μπετόν ήταν ένα μίγμα ηφαιστειακού χώματος, αρχικά από την πόλη Puteoli της Καμπανίας, το οποίο ανακατευόταν με ασβέστη και χαλίκι. Αυτό το υλικό χυνόταν και σε ξύλινα καλούπια, όπως το σημερινό σκυρόδεμα. Πάνω έβαζαν συμπιεσμένα χαλίκια. Τοποθετούσαν τα κράσπεδα και στις δύο πλευρές της διαδρομής.
Η τελευταία επίστρωση ήταν από μεγάλες κροκάλες. Το κεντρικό μέρος του δρόμου το κατασκεύαζαν λίγο υπερυψωμένο , κατευθύνοντας έτσι τα όμβρια ύδατα στα αποχετευτικά χαντάκια που κατασκεύαζαν στις δυο πλευρές του δρόμου.

Αποτέλεσμα ήταν να κατασκευαστούν δρόμοι, οι οποίοι είχαν τεράστια ανθεκτικότητα και μερικοί διατηρούνται μέχρι τις ημέρες μας (υπολείμματα της Εγνατίας οδού είναι και σήμερα ορατά στο ύψος της Καβάλας).
Οι ταξιδιώτες μπορούσαν να πάρουν πληροφορίες για τις αποστάσεις συμβουλευόμενοι τα οδόσημα. Αυτές οι πέτρες, οι οποίες διέφεραν σε σχήμα και ήταν συνήθως κυλινδρικές, τοποθετούνταν κάθε 1.480 μέτρα – όσο ήταν το μήκος του ρωμαϊκού μιλίου. Ο πεζός, συνήθως, κάλυπτε περίπου 25 με 30 χιλιόμετρα την ημέρα. Σε αυτή την απόσταση υπήρχαν σταθμοί ανάπαυσης, όπου οι ταξιδιώτες μπορούσαν να αλλάξουν άλογα, να αγοράσουν τρόφιμα ή, σε μερικές περιπτώσεις, να διανυκτερεύσουν. Μερικά από αυτά τα σημεία παροχής υπηρεσιών εξελίχθηκαν σε κωμοπόλεις.
Στρατιώτες, πρέσβεις, έμποροι, κήρυκες, γεωγράφοι, περιηγητές, καλλιτέχνες όλοι τους χρησιμοποιούσαν αυτούς τους δρόμους. Και μαζί τους διακινούνταν ιδέες, καλλιτεχνικές επιρροές καθώς και φιλοσοφικές και θρησκευτικές δοξασίες, περιλαμβανομένων και εκείνων της Χριστιανοσύνης. Μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα οι άμαξες της εποχής χρησιμοποιούσαν ακόμα τις ρωμαϊκές οδούς, στις οποίες φυσικά είχαν γίνει κατά καιρούς εργασίες συντήρησης και βελτίωσης.

ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΑΧΤΟΜΠΟΥΤΑ.

Στις αρχές του 6ου αι. ζούσε στη Θράκη η όμορφη Ροδώπη, («η ροδομάγουλη»). Ήταν δούλη του Ιάδμονα. (Μαζί της δούλος ήταν και ο μυθοποιός Αίσωπος.) Ο Ιάδμονας κάποτε είχε ανάγκη από χρήματα και πούλησε την όμορφη Ροδώπη στον Ξάνθο. Αυτός την πήρε μαζί του στην Αίγυπτο, στην πόλη Ναύκρατη, και την έβαλε να δουλεύει ως εταίρα. Την ίδια εποχή ήρθε από τη Μυτιλήνη στη Ναύκρατη ο έμπορος Χάραξος, ο αδελφός της ποιήτριας Σαπφούς. Αγάπησε τη Ροδώπη, πλήρωσε ένα μεγάλο ποσόν και την ελευθέρωσε. Μάλιστα ξέρουμε ότι η Σάπφω την κακολογούσε στον αδελφό της κακοχαρακτηρίζοντας την και κριτικάροντας έντονα την επιλογή του. Ο Χάραξος, απορρίπτοντας έντονα όλες τις επιφυλάξεις της αδερφής του, έμεινε μαζί με τη Ροδώπη κάποιο διάστημα, αργότερα όμως την άφησε και γύρισε στη Μυτιλήνη.
Η Ροδώπη έμεινε στην Αίγυπτο, όπου έγινε πασίγνωστη για τις χάρες της και την ομορφιά της και απέκτησε χρήματα πολλά.

Κάποια μέρα πήγε με τις δούλες της στο Νείλο για να κολυμπήσει. Άφησε στην όχθη του τα ρούχα της και τα κομψότατα σανδάλια της, που ήταν διακοσμημένα με αστραφτερά πετράδια. Και ενώ εκείνη λουζόταν, η τύχη, που -όπως μας λέει ο Αιλιανός- αγαπά τα παράδοξα και τα απροσδόκητα να κάνει, έφερε έναν αετό να πετάξει πάνω απ’ εκείνο το σημείο.
Ο αετός, θαμπωμένος απ’ το λαμπύρισμα των πετραδιών που κοσμούσαν τα σανδάλια, χυμάει και αρπάζει ένα απ αυτά, και μετά από λίγο το αφήνει να πέσει στα πόδια του Φαραώ Ψαμμήτιχου, την ώρα που αυτός δίκαζε στην αυλή του παλατιού στη Μέμφιδα! (Κατά τον Ηρόδοτο δεν ήταν ο Ψαμμήτιχος αλλά ο Φαραώ Άμασις.)

Ο Ψαμμήτιχος, εντυπωσιασμένος από την κομψότητα και τη λεοπτοδουλειά του υποδήματος, καθώς και απ’ την ενέργεια του πτηνού, και πιστεύοντας ότι ήταν ένα σημάδι από το θεό `Ώρο, ζήτησε από τους ανθρώπους του να ψάξουν όλη την Αίγυπτο και να βρουν την κάτοχό του- έχοντας την πεποίθηση ότι μόνο σε μια πολύ όμορφη γυναίκα θα ταίριαζε αυτό το πέδιλο. Πραγματικά, βρήκαν τη Ροδώπη, την παρουσίασαν στο βασιλιά και αυτός την πήρε ως σύζυγό του.

Υποθέτω όλοι σας καταλάβατε ότι η ιστορία της Ροδώπης αποτελεί τον πρωταρχικό πυρήνα του διάσημου παραμυθιού «Σταχτοπούτα»

.1039800_985766904770313_826888693937636666_o

ΔΙΟΜΗΔΗΣ, Ο ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ.

 

Ο ήρωας Διομήδης ήταν γιος του Τυδέα και σύζυγος της Αιγιάλειας, ένας από τους «Επιγόνους» των «Επτά επί Θήβας» και βασιλιάς του Άργους την εποχή του Τρωικού πολέμου. Ήταν ανηψιός του Ηρακλή και καλός φίλος του Οδυσσέα. Οι τρεις τους ήταν οι αγαπημένοι ήρωες της θεάς Αθηνάς. Μαζί με τον Σθένελο και τον Ευρύαλο συμμετείχαν στην εκστρατεία κατά της Τροίας με 80 πλοία και άνδρες από όλη την επικράτειά του, που εκτός από το Άργος επεκτεινόταν στην Τίρυνθα, την Ασίνη, την Ερμιόνη, την Αίγινα, την Επίδαυρο, την Τροιζήνα και άλλες πολιτείες. Ως μνηστήρας της Ελένης, είχε χρέος μετά την απαγωγή της να είναι κι αυτός παρών, όπως είχε υποσχεθεί με όρκο στον πατέρα της.

Ο βασιλιάς του Άργους είναι ο ευνοούμενος ήρωας του Ομήρου, ο οποίος αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της Ε’ ραψωδίας για να εξυμνήσει τα ηρωικά κατορθώματά του. Η μορφή του κυριαρχεί από την αρχή της Ιλιάδας και συναγωνίζεται σε ανδρεία τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, μετά τους οποίους θεωρείται “ο ανδρειότατος καν στρατηγικότατος των πάντων”. Μάλιστα ο Όμηρος για να εξάρει την ανδρεία του, σε κανένα μέρος της Ιλιάδας δεν βάζει τον Αχιλλέα και τον Διομήδη να πολεμούν μαζί. Όταν διαπρέπει ο ένας στο πεδίο της μάχης, ο άλλος απουσιάζει είτε γιατί έχει τραυματιστεί, είτε για κάποια άλλη αιτία.
Εισορμούσε στις εχθρικές φάλαγγες χωρίς να νοιάζεται αν τον ακολουθεί ο στρατός του και τις διέτρεχε σκορπώντας το θάνατο και διασκορπίζοντάς τες. Απελπισμένος ο Έκτωρ παρακαλούσε την Αθηνά να τον πάρει μακριά από τις μάχες. Μάλιστα πάνω στην μάχη τραυμάτισε δύο θεούς, την θεά Αφροδίτη και τον ίδιο τον θεό Άρη.

Όπως φανερώνει και το όνομά του – (< Ζεύς (γεν.Διός) + μήδομαι (σκέφτομαι, συμβουλεύω), “αυτός που έχει θεϊκή σκέψη, που τον συμβουλεύει ο Δίας)- χαρακτηρίζεται από τη σοφία των απόψεών του για αυτό η γνώμη του γίνεται δεκτή και σεβαστή ακόμα και από πολύ πρεσβυτέρους του συμπολεμιστές, συμπεριλαμβανομένου του Αγαμέμνονος και του Νέστορος και ποτέ δεν διαπράττει ύβριν.

Ο Διομήδης ήταν ένας από τους πολεμιστές που εισέβαλαν στην Τροία χρησιμοποιώντας το Δούρειο Ίππο.

Όταν γύρισε από την Τροία, βρήκε και αυτός τον οίκο του αλλοτριωμένο. Κατά την απουσία του η Αιγιάλη, αφού συνδέθηκε με πολλούς εραστές, κατέληξε στον γιο του Σθένελου Κομήτη, στον οποίο ο Διομήδης είχε εμπιστευθεί την φροντίδα του οίκου του. Ο Κομήτης και η Αιγιάλη είχαν αποφασίσει να τον εξοντώσουν, στήνοντάς του ενέδρα μόλις γύριζε στο Άργος.

Η πολεμική πείρα έσωσε τον Διομήδη από την προδοσία, όταν χωρίς τους συντρόφους του ξεκίνησε μόνος και επιφυλακτικός για το παλάτι. Εκεί δέχτηκε την αιφνιδιαστική επίθεση του Κομήτη και των φρουρών του. Απέκρουσε με το ξίφος του την παγίδα και οπισθοχωρώντας πρόλαβε και κατέφυγε ικέτης στον βωμό της Αθηνάς, όπου δεν τόλμησε να τον πλησιάσει ο Κομήτης. Όταν νύχτωσε βγήκε κρυφά για να βρει τους συντρόφους του, που περίμεναν στα πλοία.

Θα ήταν πολύ εύκολο για τον πορθητή των Επτάπυλων Θηβών και τους παλαίμαχους άνδρες του να πολιορκήσουν το Άργος και να το κυριεύσουν. Δεν βαστούσε όμως η καρδιά του να αιματοκυλίσει την δοξασμένη πόλη, που ήταν άλλοτε το βασίλειό του.

Έτσι την ίδια νύχτα παίρνοντας μαζί του στα Αργείτικα πλοία όσους συντρόφους θέλησαν να αφήσουν και αυτοί την πατρίδα τους και να τον ακολουθήσουν, έφυγε αναζητώντας μια νέα γη για να εγκατασταθεί και να ιδρύσει ένα νέο βασίλειο στη μακρινή Εσπερία.

Σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση ο Διομήδης αποβιβάστηκε στην Απουλία, χώρα της Αδριατικής. Ο βασιλιάς της Δαύνος βρισκόταν σε πόλεμο και ζήτησε τις πολεμικές υπηρεσίες του. Σε αντάλλαγμα του υποσχέθηκε μέρος του βασιλείου του και την κόρη του Ευίππη για σύζυγο. Αφού έλαβε όμως τη βοήθεια, δεν τήρησε την υπόσχεση του.

Τότε ο Διομήδης κυριεύει την χώρα μόνος του, σημαδεύοντας τα σύνορα του δυτικού βασιλείου του με πέτρες από τα τείχη της Τροίας, που τις είχε χρησιμοποιήσει για έρμα στα καράβια του. Εκεί ίδρυσε πόλεις και την πρώτη την ονόμασε Άργος Ίππιον, (Argirippa) τα δε κοντινά νησιά ονομάστηκαν Διομήδειαι νήσοι.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Δαύνος κατάφερε με δόλο να σκοτώσει τον ήρωα. Ο Διομήδης θάβεται σ’ ένα κοντινό νησί που πήρε το όνομά του.
Η Αθηνά όμως του χάρισε την αθανασία, και οι σύντροφοί του επειδή θρηνούσαν απαρηγόρητοι, μεταμορφώθηκαν από την θεά σε ερωδιούς. Πράγματι κατά την παράδοση στο νησί που λέγεται Διομήδεια είχε πολλούς ερωδιούς. Αυτοί, έλεγαν, πως τους βαρβάρους ούτε αποστρέφονταν αλλά ούτε και τους πλησίαζαν. Εάν όμως έφθαναν εκεί Έλληνες ταξιδιώτες, σαν από θεία χάρη τους πλησίαζαν και απλώνοντας τα φτερά τους σαν χέρια, τους καλωσορίζαν και τους αγκάλιαζαν. Και όταν οι Έλληνες τους χάιδευαν, δεν έφευγαν αλλά κούρνιαζαν άφοβα στην αγκαλιά τους, σαν να υποδέχονταν αγαπητούς καλεσμένους.

Στη χώρα που κατέφυγε, σε πολλά μέρη των ανατολικών ακτών της Ιταλίας, στη Βενετία, στη Σαλαμίνα της Κύπρου, στην Κέρκυρα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, λατρεύτηκε σαν θεός.
Ο Βιργίλιος, ο Δάντης και ο Σαίξπηρ έχουν χρησιμοποιήσει την ηρωική μορφή του Διομήδη στα έργα τους.

Κύρια πηγή: Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης».
Εικόνα: Άγαλμα της Αθηνάς που συμβουλεύει τον Διομήδη λίγο πριν μπει στη μάχη – (Γέφυρα Schlossbrücke, Βερολίνο).

 

Top of Form

Like · · Share

Bottom of Form

 

1903005_842844999062505_657486305_n

ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΜΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΩΝΕΙΟ.

 

-Το κώνειο (αγγλ. poison hemlock) είναι φυτικό δηλητήριο. Οφείλει την ονομασία του στο ρήμα “κωνάω”, που σημαίνει “περιστρέφω” (αρχ. ελλ. “κώνος” = σβούρα). Παράγεται από το φυτό κώνειον το στικτόν (Conium maculatum). Το φυτό είναι πολύ κοινό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. – Η δραστική ουσία του κωνείου είναι το αλκαλοειδές κωνειΐνη. Θεωρείται, μαζί με την νικοτίνη, το ισχυρότερο των φυτικών δηλητηρίων. Είναι ισχυρά πτητική ένωση και, κατά συνέπεια, μη πρόσφατα παρασκευάσματα χάνουν σταδιακά την δηλητηριώδη ισχύ τους. – Το όνομα Κώνειο αποδίδεται συνήθως σε δύο διαφορετικά φυτικά είδη που ανήκουν στην οικογένεια των Σκιαδοφόρων (Umbelliferae). Το Κώνειο το στικτό (Conium maculatum), είναι το δηλητηριώδες φυτό με το χυμό του οποίου θανατώθηκε ο Σωκράτης. Το άλλο είναι η Κικούτα η δηλητηριώδης (Cicuta virosa) ή Ψευδοκώνειο που ονομάζεται αλλιώς και Καρμπούσα, Βρωμόχορτο, Ασκοτισάρα ή Αμάραγκος. – Το Κώνειο το στικτό είναι ποώδες, διετές, που φτάνει σε ύψος τα 2 μέτρα. Τα άνθη είναι μικρά και εμφανίζονται σε σκιάδιο από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο. Ο βλαστός συχνά έχει χνούδι με κυανή χροιά ενώ η ρίζα είναι ατρακτοειδής και λευκή. Ο καρπός του συγχέεται μ΄ αυτόν του γλυκάνισου ή του μάραθου. – Η κατάποση εκχυλίσματος κωνείου προκαλεί ανώδυνο θάνατο. Στην αρχή τα αισθητήρια νεύρα νεκρώνονται από την περιφέρεια προς το κέντρο, επέρχεται ύπνος, εγκεφαλική νάρκη και, τελικά, θάνατος. Τον 3ον π.Χ. αι. ο Νίκανδρος το περιγράφει ως το δηλητήριο που φέρνει σκοτεινή νύκτα «σκοτόεσσαν νύκτα». Αν ο ασθενής δε χάσει τη ζωή του τότε συνήθως μένει παράλυτος ή με μυϊκή αδυναμία. – Γνωστό από πολύ παλιά, φημολογείται ότι χρησιμοποιήθηκε πριν από τους ιστορικούς χρόνους για την θανάτωση των γερόντων των ανικάνων προς εργασία, των αναπήρων και των αρρώστων Κείων (νήσος Κέα = Τζιά). – Το κώνειο της Αττικής και ιδιαίτερα των Μεγάρων θεωρείτο δραστικότερο και χρησιμοποιείτο για θανατώσεις αλλά και γιά τις ναρκωτικές του ιδιότητες από τους ιεροφάντες, ως αναφροδισιακό, γιατί όταν το κατάπλασμα τοποθετηθεί στα γεννητικά όργανα περιορίζει την επιθυμία και οι ιεροφάντες κατά την διάρκεια των Μυστηρίων έπρεπε να απέχουν από τις σωματικές επαφές. – Ο Άτταλος ο Γ’ βασιλεύς της Περγάμου καλλιεργούσε το κώνειο μαζί με πολλά άλλα δηλητηριώδη φυτά στον κήπο του. – Με κώνειο θανατώθηκε και ο μέγας φιλόσοφος Σωκράτης. κατηγορούμενος για ασέβεια και διαφθορά των νέων και διότι αδικεί «τον ήττω λόγον κρείττων ποιών και τους άλλους ταύτα διδάσκων» (Πλάτων, Απολογία, 19). Έλαβε το φάρμακο με απόλυτη αταραξία και χωρίς καμία μεταβολή των χαρακτηριστικών του προσώπου του. – Παρότι η δηλητηριώδης δύναμις του κωνείου ήταν γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων, η χρήση του για την θανάτωση των καταδίκων εισήχθη το 404-403 πΧ. επί 30 τυράννων. Έτσι ο τρόπος του θανάτου κατέστη «πάτριον έθος» (πατροπαράδοτη τακτική) το δε φυτόν μυσαρόν (Πλίνιος ΧΧV,13) – Προς θανάτωση χρησιμοποιούσαν τον οπόν τον λαμβανόμενον δι’εκθλίψεως των σπερμάτων, κυρίως, διότι περιείχε το μεγαλύτερο ποσοστό δραστικής ουσίας (1% κωνειίνη) ενώ ο οπός των βλαστών και των ριζών 0,5%. Η δόση ήταν καθορισμένη και γνωστή στον δήμιο. Άρα όλο το φυτό είναι θανατηφόρο. Κατά παράξενο τρόπο μερικά πουλιά φαίνεται ότι έχουν ανοσία στους σπόρους του κωνείου, αλλά τα ίδια είναι δηλητηριώδη όταν φαγωθούν. – – Πρώτος στη Ελλάδα που ήπιε το κώνειο αναφέρεται ο στρατηγός και πολιτικός Θηραμένης, κατά την εποχή των 30 τυράννων, όταν καταδικάστηκε σε θάνατο (404 π.Χ). Ο Θηραμένης ήταν από την Κέα και ήπιε με θάρρος το δηλητήριο. Όταν έχυσε τις τελευταίες σταγόνες κατά γης είπε ότι ήσαν για τον αντίπαλο του Κριτία. Οι λέξεις του ήταν προφητικές, γιατί πράγματι μετ’ ολίγον φονεύθηκε ο αντίπαλος του και καταλύθηκε η τυραννία των τριάκοντα. – Δεύτερος θανατωθείς αναφέρεται ο Πολέμαρχος, χωρίς μάλιστα να γνωσθεί η αιτία της καταδίκης του, καθώς αναφέρει ο Λυσίας (κατα Ερατοσθ.Χ1,5). – Συχνά όμως αναγκαζόταν να χορηγούν μεγαλύτερη δόση. Αυτό συμπεραίνεται από τους λόγους του δεσμοφύλακα προς τον Σωκράτη. Αυτός συνιστά προς τον κατάδικο να μην ομιλεί πολύ ζωηρά για να μην θερμανθεί και χρειασθεί να πιει διπλή ή τριπλή δόση. Με κώνειο θανατώθηκαν επίσης ο Φωκίων (318 π.Χ) και 4 πολιτικοί του φίλοι, τότε ο δήμιος αρνιόταν να παρασκευάσει την δόση του Φωκίωνα αν δεν ελάμβανε 12 αττικάς δραχμάς, την τιμήν της μίας δόσης. Τότε κάποιος από τους παριστάμενους φίλους έδωσε τα χρήματα παρατηρήσας με πικρία ότι «οι Αθηναίοι ουδέ δωρεάν να αποθάνει επιτρέπωσι αυτώ». Στην πραγματικότητα όμως το φάρμακο χορηγείτο δωρεάν στους καταδίκους, απλώς στην συγκεκριμένη περίπτωση ο δήμιος αρνιόταν με δικά του έξοδα, να πάει στην αγορά να πάρει το κώνειον. Θανατοθέντες με κώνειο αναφέρονται επίσης και ο ρήτωρας Αισχίνης (323 π.Χ) διότι διέφθειρε τους δικαστάς σε κάποια δίκη, ο Φιλοποίμων (197 π.Χ.), ο Βρετανικός θανατωθείς από τον Νέρωνα με μείγμα κωνείου και μήκωνος και κατά τα Χριστιανικά χρόνια ο μάρτυρας Ιουστίνος (167 μ.Χ).

 

426043_699962533350753_381510226_n