Category Archives: Βυζάντιο

ΠΩΣ «ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ» ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΕΩΣ.

1aaa

Μέχρι τον Δ ́ αιώνα, η Γέννηση και η Βάπτιση του Κυρίου εορτάζονταν την ίδια ημέρα. Στη Γέννησή του ο Υιός του Θεού ήλθε στον κόσμο με κρυφό τρόπο, στην Βάπτισή του αποκαλύπτεται σε όλους. Στη Γέννηση, το Άγιο Πνεύμα κατεβαίνει στην Παρθένο και την κάνει πραγματικά Θεοτόκο, για να είναι αληθινός άνθρωπος ο Χριστός. Ο Ιησούς αυξάνει μέχρι την ωριμότητα του «καί αὐτός ἦν ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) οπότε έχουμε την κατακόρυφη εκδήλωση της ανθρωπότητος του Κυρίου, από τότε θεοποιημένη. Το Πνεύμα κατεβαίνει στον σαρκωθέντα Υιό σαν η πνοή υιοθεσίας κατά την ίδια στιγμή όπου ο Πατήρ λέγει: «ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Ο Ιησούς είναι πλέον ο Χριστός, δηλ. ο Κεχρισμένος.
Γι ̉ αυτό η Βάπτιση ονομάζεται Θεοφάνεια, δηλαδή η εκδήλωση των Τριών Προσώπων στην ομόφωνη μαρτυρία τους, κατά την οποίαν φανερώθει ο Τριαδικός Θεός (φωνή του Πατρός, παρουσία του Υιού και κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, «εν είδει Περιστεράς»).

Επάνω στην εικόνα τμήμα ενός κύκλου παριστά τους ουρανούς που ανοίγουν, και βγαίνει το χέρι του Πατρός που ευλογεί. Από αυτό τον κύκλο αναχωρούν ακτίνες φωτός, χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος, πού φωτίζουν το περιστέρι, αυτόματη ανάμνηση του αρχικού λόγου «καί ἐγένετο φῶς», η εκδηλωτική ενέργεια του Πνεύματος, αποκαλύπτει τον τριαδικό Θεό: Η Τριάδα, ο Θεός μας, μας εκδηλώνεται χωρίς διαίρεση. Ενώ τους άλλους προφήτες, ιερείς και βασιλείς τους χρίανε με λάδι τη στιγμή της καθιερώσεως τους, ο Χριστός χρίσθηκε με το Άγιο Πνεύμα τη στιγμή της βαπτίσεώς του. Εξηγείται, κατά τους Πατέρες, κατ ̉ αναλογία με τον κατακλυσμό και το περιστέρι με τον κλάδο ελαίας. Το Άγιο Πνεύμα που φέρεται επάνω από τα αρχέγονα νερά ανέδειξε τη Ζωή, επίσης αυτό πού αιωρείται επάνω στα νερά του Ιορδάνη, προκαλεί τη δεύτερη γέννηση του νέου δημιουργήματος. Ο Χριστός ήλθε για να είναι το φώς του κόσμου, πού φωτίζει αυτούς πού κάθονταν στα σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) από εκεί δε το όνομα της «Εορτής των Φώτων».

Ὁ Χριστός στο κέντρο της παράστασης, σκεπασμένος από τα κύματα του Ιορδάνη, δεν έχει λάβει ταπεινωτική στάση (γονατιστός με ενωμένα τα χέρια) όπως οποιοσδήποτε άλλος, αλλά όρθιος, ως έχων εξουσία, εκείνος αγιάζει τα νερά, δεν αγιάζεται από εκείνα. Μπαίνοντας στον Ιορδάνη ο Κύριος με το δεξιό του χέρι ευλογεί και καθαρίζει τα νερά. Το νερό αλλάζει σημασία, άλλοτε εικόνα του θανάτου (κατακλυσμός), είναι τώρα η πηγή του ύδατος της ζωής. Η ευλογία της υδρόβιας φύσεως αγιάζει την ίδια αρχή της επίγειας ζωής. Ο Χριστός παριστάνεται γυμνός, είναι ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα και έτσι αποδίδει στην ανθρωπότητα το ένδοξο παραδεισιακό ένδυμα της.

Ο μάρτυρας αυτού του φωτός, ο Άγιος Ιωάννης είναι δοσμένος στο γεγονός γιατί αυτός ο ίδιος είναι «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» και οι άνθρωποι έρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35).
Στο Ευαγγέλιο αντιδρά στο να βαφτίσει τον Ιησού λέγοντας «εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από εσένα και όχι εσύ από εμένα». Αυτό στην εικονογραφία γίνεται ορατό στην έκφραση του προσώπου του Αγίου, έκπληξη και ταπεινότητα τη χαρακτηρίζουν, ενώ στρέφει και το αριστερό του χέρι προς τον Ιησού, σαν να λέει «ο Χριστός είναι το κέντρο του Μυστήριου και όχι εγώ, προς αυτόν στραφείτε».

Οι άγγελοι της Ενσαρκώσεως είναι σε στάση προσκυνήσεως, τα σκεπασμένα χέρια τους σε ένδειξη σεβασμού ετοιμάζονται να δεχτούν το σώμα του Κυρίου. Συμβολίζουν και εικονογραφούν το λόγο του αποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε…».

Η άλογος κτίση, (δέντρα, βουνά) παρουσιάζονται με μια ελαφρά. κλίση προς τον Χριστό, «προσκυνώντας» και αναγνωρίζοντας τον δημιουργό τους.

Στα νερά του Ιορδάνη βλέπουμε να κολυμπούν πάνω σ’ ένα δράκοντα μια γυναίκα και αντίστοιχα ένας άνδρας. Η γυναίκα συμβολίζει την Ερυθρά θάλασσα και ο άνδρας τον Ιορδάνη. Προσωποποιήσεις του στοιχείου του νερού, που μπορεί να είναι πηγή ζωής αλλά και θανάτου, όταν χάνεται ο έλεγχος του. Μόνον ο Κύριος μπορεί να τα ελέγξει όπως και όλη την Φύση-Κτίση, για αυτό παρουσιάζονται «υπό τους πόδας του».

ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΟΥΤΡΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (Ι).

1e

Η ατομική καθαριότητα σε παλαιότερες εποχές δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση. Η ύδρευση και η αποχέτευση στα σπίτια ήταν ανύπαρκτη, παρ’ όλα αυτά όσοι μπορούσαν φρόντιζαν να είναι καθαροί και αυτό εξαρτιόταν βασικά από την κοινωνική και την οικονομική τους θέση.

Στην αρχαιότητα το πρόβλημα είχε λυθεί με τα δημόσια λουτρά, ένα χώρο όπου μπορούσαν οι πολίτες να πλένονται με άνεση, εφόσον εκεί υπήρχαν όλες οι απαραίτητες εγκαταστάσεις που δεν υπήρχαν στα σπίτια τους. Οι πολύ πλούσιοι είχαν βέβαια τη δυνατότητα ενός ιδιωτικού λουτρού, αλλά οι υπόλοιποι έπρεπε να πάνε στα δημόσια λουτρά, αν ήθελαν να είναι καθαροί.

Δημόσια λουτρά υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και μετά στη Ρώμη. Η συνήθεια πέρασε και στο Βυζάντιο κατόπιν.

Υπάρχει η αντίληψη ότι οι βυζαντινοί μας πρόγονοι για λόγους θρησκευτικούς αλλά και πρακτικούς δεν συμπαθούσαν το καθαρό σώμα. Αυτό ισχύει περισσότερο για τη δυτική Ευρώπη και λιγότερο για το Βυζάντιο. Οσοι είχαν κάποια οικονομική άνεση σύχναζαν στα δημόσια λουτρά, όπου εκτός από το μπάνιο τους έκαναν και πολλά άλλα πράγματα, μερικά από αυτά μάλιστα ήταν και πονηρά.

Σε όλες σχεδόν τις πόλεις της αυτοκρατορίας υπήρχαν δημόσια λουτρά και οι συγγραφείς της εποχής συχνά αναφέρονται σε αυτά. Μερικοί φαίνεται το παράκαναν με την ατομική καθαριότητα, γιατί βλέπουμε τους ιεράρχες να γκρινιάζουν κάθε τόσο: «συνεχώς και πολλάκις της ημέρας λούεσθαι» μουρμουρίζει ενοχλημένος ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς.
Τον 12ο αιώνα πάντως είχε επικρατήσει μια πιο μετριοπαθής άποψη: τρεις φορές την εβδομάδα ήταν καλά, το περισσότερο ήταν δείγμα βλακείας (!). Επίσης, σύμφωνα με τη γνώμη των γιατρών, τον Ιανουάριο έπρεπε να πλένεται κανείς μέχρι τέσσερις φορές, το Μάρτιο μέχρι έξι και τον Απρίλιο μέχρι οχτώ το πολύ. Το Νοέμβριο οι γιατροί απαγόρευαν εντελώς τα λουτρά, αλλά μάλλον κανείς δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά.

Οι μοναχοί πλένονταν κι αυτοί, αλλά έπρεπε να προσέχουν να μην κάνουν καταχρήσεις. Κάθε μοναστήρι είχε τους δικούς του κανόνες. Ή μια φορά την εβδομάδα, η μια – δύο φορές το μήνα, η μια φορά κάθε τέσσερις μήνες ήταν καλά..

Γενικά το λουτρό ήταν μια κάπως πονηρή ενασχόληση, εφόσον έπρεπε κανείς να βγάλει τα ρούχα του και να μείνει γυμνός. Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός παινεύοντας τον Μ. Βασίλειο λέει: «Η αλουσία το εκείνου σεμνολόγημα»! Και ο Άγιος Αθανάσιος συμβουλεύει μια μοναχή: « μόνον το πρόσωπόν σου νίψαι και τας χείρας και τους πόδας».

Παρά τη δυσφορία των ιερωμένων ο κόσμος στο Βυζάντιο πήγαινε φαίνεται στα δημόσια λουτρά και πλενόταν, ίσως όχι τόσο από ανάγκη ατομικής υγιεινής, όσο από ανάγκη κοινωνικών σχέσεων και επαφών.

Τα δημόσια λουτρά χτίζονταν στα κεντρικά σημεία των πόλεων. Εκτός από τον κύριο χώρο για το λουτρό υπήρχαν και πολλά πλάγια διαμερίσματα, τα «απόδυτρα», όπου οι λουόμενοι άφηναν τα ρούχα τους. Υπήρχαν και τα «αποχωρητήρια» για τις φυσικές ανάγκες των πελατών. Το κτήριο ήταν διώροφο. Στον επάνω όροφο ανέβαιναν μετά το λουτρό για να ξεκουραστούν και να πάρουν και κανένα υπνάκο. Άλλοι έπιναν κανένα ποτό ή το έριχναν και στο φαγητό, μια και μετά το μπάνιο ανοίγει πάντα η όρεξη. Αλλά η όρεξη άνοιγε φαίνεται και για άλλα πράγματα, διότι οι λουτράρισσες εκτός από την κανονική δουλειά τους, πρόσφεραν και ερωτικές υπηρεσίες επ’ αμοιβή.

Τα μεγάλα δημόσια λουτρά ήταν διακοσμημένα με πολυτελή μάρμαρα, με ψηφιδωτά, με καθρέφτες και με αγάλματα και σε διάφορα σημεία ήταν ζωγραφισμένα. Κατά κανόνα δεν ήταν πολύ φωτεινά, γιατί, αν άνοιγαν τα παράθυρα που δεν είχαν τζάμια, θα έφευγε ο ζεστός αέρας. Ο φωτισμός τους γινόταν λοιπόν με καντήλια.

Οι βυζαντινοί σύχναζαν εκεί τις μεσημεριανές ώρες και γι’ αυτό, σύμφωνα με τις διαταγές των Αγίων Αποστόλων, οι σεμνές γυναίκες έπρεπε να πηγαίνουν νωρίτερα, όταν τα λουτρά ήταν ακόμα άδεια. Νωρίς έπρεπε να πηγαίνουν και οι όμορφες παρθένες για να αποφεύγουν τα βλέμματα των ενοχλητικών νεαρών.

Φαίνεται ότι στους πρώτους αιώνες οι χριστιανοί ακολουθώντας τις συνήθειες των ρωμαίων πλένονταν όλοι μαζί παρέα, γυναίκες και άνδρες, και έχουμε μαρτυρίες γι’ αυτό. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει ότι τα βαλανεία είναι ανοιχτά για άνδρες και γυναίκες που «αποδύονται επί την ακρασίαν».

Το 320 μΧ στη σύνοδο της Λαοδίκειας ο 30ός κανόνας όριζε ότι δεν επιτρέπεται σε ιερωμένους, κληρικούς ή ασκητές να πλένονται στα βαλανεία μαζί με γυναίκες. Ούτε και σε χριστιανούς λαϊκούς επιτρεπόταν αυτό.
Μέχρι το τέλος του 7ου αιώνα αυτή η κακή συνήθεια των μπαιν μιξτ υφίστατο, αλλιώς η εν Τρούλλω Οικουμενική σύνοδος δεν θα χρειαζόταν να επαναλάβει τους αφορισμούς και τις καθαιρέσεις των κληρικών για το σχετικό θέμα. Από τον 7ο αιώνα και μετά η συνήθεια αυτή επιτέλους σταματά, διότι επενέβη και η Πολιτεία που την απαγόρευσε με νόμο. Στα δημόσια λουτρά μπορούσαν πάντως να μπανιαριστούν μαζί τα ανδρόγυνα με τον ισχυρισμό ότι είναι σάρκα μία και δεν υπάρχει τίποτε το άσεμνο σε αυτό που κάνουν.

(Πηγή: Φαιδ. Κουκουλέ «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τόμος Δ’ ).

ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.


Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 – 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 – 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 – 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας.

Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της ημέρας της γιορτής.

images

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ

– ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (1ο μέρος)

Ο βασιλεύς των Ρωμαίων, ως μόνος αληθινός αυτοκράτορας και αντιπρόσωπος του Θεού στη Γη, ήταν ντυμένος με πανάκριβα ενδύματα και έφερε στέμμα, σκήπτρο και άλλα σύμβολα από πολύτιμους λίθους και χρυσό. Από όλα τα ενδύματα και τα διακριτικά όμως, μόνο ένα στοιχείο αποτέλεσε διαχρονικά το αποκλειστικό σύμβολο της εξουσίας του: ..τα παπούτσια του!

Ο βασιλιάς φορούσε και άλλων ειδών υποδήματα, τα επίσημα όμως αυτοκρατορικά ήταν τα πορφυρά τσαγγία.(ή τζαγγία)
Τα τσαγγία κάλυπταν τις κνήμες, φτάνοντας ως το γόνατο. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ήταν ψηλές μπότες ή μάλλον πιο σύνθετα υποδήματα, αποτελούμενα από “πέδιλα” και “περικνημίδες” (βλ.Φραντζή, Χρονικόν..).
Το χρώμα τους ήταν το πορφυρό, βαθύ κόκκινο, ενώ τα αντίστοιχα τσαγγία του σεβαστοκράτορα (το δεύτερο τη τάξει αξίωμα) ήταν κυανά. Αν ο σεβαστοκράτωρ ήταν και αδελφός του αυτοκράτορα τότε αυτά έφεραν χρυσούς αετούς.
Αετοί από πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια ή χρυσοΰφαντοι στόλιζαν και τα βασιλικά τσαγγία στα πλάγια των κνημών, ως τους ταρσούς.

Τα βασιλικά υποδήματα κατασκευάζονταν από ειδικό τεχνίτη, τον τζαγγά, φυλάσσονταν στο βεστιάριο και τα έφερνε στο βασιλιά ένα παιδί επιφορτισμένο με αυτήν την εργασία.
Ο αυτοκράτορας τα φορούσε σε περιπάτους, στις επίσημες τελετές (προκύψεις), αλλά και στη μάχη.
“Η μέντοι σπάθη του βασιλέως αεί εις το ρουχαρείον ευρίσκεται, τα δε υποδήματα εις το βεστιάριον. έστι δε και έτερον είδος υποδημάτων, α καλούνται τζαγγία, έχοντα εκ των πλαγίων κατά τας κνήμας και επί των ταρσών αετούς δια λίθων και μαργάρων, άτινα και φορεί ο βασιλεύς εις τε τους περιπάτους και τας προκύψεις. και ταύτα ποιών ού τζαγγάριος, ως οι έτεροι, αλλά τζαγγάς ονομάζεται. οπήνικα γουν δεήσει τον βασιλέα καβαλλικεύσαι, φέρει ατ υποδήματα παιδόπουλον του βεστιαρίου, ούτω κοινώς ονομαζομένου αλλαξιμαρίου.”
(Γεώργιος Κωδινός, Περί Οφφικίων…,κεφ.5, 8-16)

Φωτογραφία: Ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος με την συνοδεία του, φορά τα πορφυρά τσαγγία του.

295450_610014412345566_2108180276_n