Author Archives: zoee

ΠΩΣ «ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ» ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΕΩΣ.

1aaa

Μέχρι τον Δ ́ αιώνα, η Γέννηση και η Βάπτιση του Κυρίου εορτάζονταν την ίδια ημέρα. Στη Γέννησή του ο Υιός του Θεού ήλθε στον κόσμο με κρυφό τρόπο, στην Βάπτισή του αποκαλύπτεται σε όλους. Στη Γέννηση, το Άγιο Πνεύμα κατεβαίνει στην Παρθένο και την κάνει πραγματικά Θεοτόκο, για να είναι αληθινός άνθρωπος ο Χριστός. Ο Ιησούς αυξάνει μέχρι την ωριμότητα του «καί αὐτός ἦν ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) οπότε έχουμε την κατακόρυφη εκδήλωση της ανθρωπότητος του Κυρίου, από τότε θεοποιημένη. Το Πνεύμα κατεβαίνει στον σαρκωθέντα Υιό σαν η πνοή υιοθεσίας κατά την ίδια στιγμή όπου ο Πατήρ λέγει: «ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Ο Ιησούς είναι πλέον ο Χριστός, δηλ. ο Κεχρισμένος.
Γι ̉ αυτό η Βάπτιση ονομάζεται Θεοφάνεια, δηλαδή η εκδήλωση των Τριών Προσώπων στην ομόφωνη μαρτυρία τους, κατά την οποίαν φανερώθει ο Τριαδικός Θεός (φωνή του Πατρός, παρουσία του Υιού και κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, «εν είδει Περιστεράς»).

Επάνω στην εικόνα τμήμα ενός κύκλου παριστά τους ουρανούς που ανοίγουν, και βγαίνει το χέρι του Πατρός που ευλογεί. Από αυτό τον κύκλο αναχωρούν ακτίνες φωτός, χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος, πού φωτίζουν το περιστέρι, αυτόματη ανάμνηση του αρχικού λόγου «καί ἐγένετο φῶς», η εκδηλωτική ενέργεια του Πνεύματος, αποκαλύπτει τον τριαδικό Θεό: Η Τριάδα, ο Θεός μας, μας εκδηλώνεται χωρίς διαίρεση. Ενώ τους άλλους προφήτες, ιερείς και βασιλείς τους χρίανε με λάδι τη στιγμή της καθιερώσεως τους, ο Χριστός χρίσθηκε με το Άγιο Πνεύμα τη στιγμή της βαπτίσεώς του. Εξηγείται, κατά τους Πατέρες, κατ ̉ αναλογία με τον κατακλυσμό και το περιστέρι με τον κλάδο ελαίας. Το Άγιο Πνεύμα που φέρεται επάνω από τα αρχέγονα νερά ανέδειξε τη Ζωή, επίσης αυτό πού αιωρείται επάνω στα νερά του Ιορδάνη, προκαλεί τη δεύτερη γέννηση του νέου δημιουργήματος. Ο Χριστός ήλθε για να είναι το φώς του κόσμου, πού φωτίζει αυτούς πού κάθονταν στα σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) από εκεί δε το όνομα της «Εορτής των Φώτων».

Ὁ Χριστός στο κέντρο της παράστασης, σκεπασμένος από τα κύματα του Ιορδάνη, δεν έχει λάβει ταπεινωτική στάση (γονατιστός με ενωμένα τα χέρια) όπως οποιοσδήποτε άλλος, αλλά όρθιος, ως έχων εξουσία, εκείνος αγιάζει τα νερά, δεν αγιάζεται από εκείνα. Μπαίνοντας στον Ιορδάνη ο Κύριος με το δεξιό του χέρι ευλογεί και καθαρίζει τα νερά. Το νερό αλλάζει σημασία, άλλοτε εικόνα του θανάτου (κατακλυσμός), είναι τώρα η πηγή του ύδατος της ζωής. Η ευλογία της υδρόβιας φύσεως αγιάζει την ίδια αρχή της επίγειας ζωής. Ο Χριστός παριστάνεται γυμνός, είναι ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα και έτσι αποδίδει στην ανθρωπότητα το ένδοξο παραδεισιακό ένδυμα της.

Ο μάρτυρας αυτού του φωτός, ο Άγιος Ιωάννης είναι δοσμένος στο γεγονός γιατί αυτός ο ίδιος είναι «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» και οι άνθρωποι έρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35).
Στο Ευαγγέλιο αντιδρά στο να βαφτίσει τον Ιησού λέγοντας «εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από εσένα και όχι εσύ από εμένα». Αυτό στην εικονογραφία γίνεται ορατό στην έκφραση του προσώπου του Αγίου, έκπληξη και ταπεινότητα τη χαρακτηρίζουν, ενώ στρέφει και το αριστερό του χέρι προς τον Ιησού, σαν να λέει «ο Χριστός είναι το κέντρο του Μυστήριου και όχι εγώ, προς αυτόν στραφείτε».

Οι άγγελοι της Ενσαρκώσεως είναι σε στάση προσκυνήσεως, τα σκεπασμένα χέρια τους σε ένδειξη σεβασμού ετοιμάζονται να δεχτούν το σώμα του Κυρίου. Συμβολίζουν και εικονογραφούν το λόγο του αποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε…».

Η άλογος κτίση, (δέντρα, βουνά) παρουσιάζονται με μια ελαφρά. κλίση προς τον Χριστό, «προσκυνώντας» και αναγνωρίζοντας τον δημιουργό τους.

Στα νερά του Ιορδάνη βλέπουμε να κολυμπούν πάνω σ’ ένα δράκοντα μια γυναίκα και αντίστοιχα ένας άνδρας. Η γυναίκα συμβολίζει την Ερυθρά θάλασσα και ο άνδρας τον Ιορδάνη. Προσωποποιήσεις του στοιχείου του νερού, που μπορεί να είναι πηγή ζωής αλλά και θανάτου, όταν χάνεται ο έλεγχος του. Μόνον ο Κύριος μπορεί να τα ελέγξει όπως και όλη την Φύση-Κτίση, για αυτό παρουσιάζονται «υπό τους πόδας του».

Η ΑΡΧΑΙΑ ΥΔΡΑΥΛΙΣ.

1ad

Η Ύδραυλις (ή Ύδραυλος) είναι το πρώτο πληκτροφόρο όργανο στην ιστορία, πρόδρομος του Εκκλησιαστικού Οργάνου, ήταν εφεύρεση του διάσημου μηχανικού Κτησίβιου από τη Αλεξάνδρεια και κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. Αναλυτικές περιγραφές για τον τρόπο λειτουργίας της σώζονται στα κείμενα του Βιτρούβιου (De Archiectura X, 8) και του Ήρωνα του Αλεξανδρέα (Πνευματικά Ι, 42). Χαρακτηριστικό γνώρισμα του οργάνου αυτού ήταν το υδραυλικό σύστημα πάνω στο οποίο βασιζόταν για να λειτουργήσει, καθώς αυτό ήταν υπεύθυνο για την παραγωγή, κίνηση και ρύθμιση της πίεσης του αέρα, ο οποίος διοχετευόταν στους αυλούς διαμέσου μιας σειράς μοχλών.

Το αξιοπερίεργο αυτό τεχνολογικό και μουσικό κατασκεύασμα εξαπλώθηκε ταχύτατα στον ελληνιστικό και αργότερα τον ρωμαϊκό κόσμο, όπου συνόδευε γιορτές και αγώνες στα αμφιθέατρα. Αγαπήθηκε από πολλούς Ρωμαίους αυτοκράτορες και ιδιαιτέρως από τον Νέρωνα, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του έξοχο οργανοπαίκτη.

Σταδιακά, ο υδραυλικός μηχανισμός αντικαθίσταται από φυσερά. Το όργανο που συναντάται στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης είναι πλέον πνευματικό.
Τον 7ο και 8ο αιώνα η Ύδραυλις αποκαλείται Όργανον.

Τον 10ο αιώνα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος (945-959) εντάσσει το Όργανον στο πρωτόκολλο της αυλής και σε ειδικές τελετές στο Μεγάλο Παλάτιο, στην πολύ γνωστή Μεγάλη Προσέλευση, και στον Ιππόδρομο κατά την διεξαγωγή αρματοδρομιών. Μετά την άλωση της Πόλης (1453) το όργανο εξαφανίζεται από την Ανατολή.

Το 757 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ (741-775) αποστέλλει ένα όργανο ως δώρο στον αυτοκράτορα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου.
Το 826 ένας μοναχός από τη Βενετία, ονόματι Γεώργιος, κατασκευάζει στην Aix-la-Chapelle (Άαχεν), όπου η αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς, γιου του Καρλομάγνου, ένα όργανο «κατά τον ελληνικό τρόπο».

Το Όργανο απέκτησε εξέχουσα θέση στη λειτουργία της Καθολικής Εκκλησιάς και αργότερα και στη μη εκκλησιαστική, κοσμική μουσική παράδοση. Σταδιακά θα μετεξελιχθεί στο Όργανο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.

Το 1992, κατά τις ανασκαφές του αρχαίου Δίου εντοπίστηκε στην «Έπαυλη του Διονύσου» το άνω τμήμα υδραύλεως του 1ου π.Χ αι και σήμερα εκτίθεται στο μουσείο του Δίου. (fφωτο).

Πηγή: υπουργείο Πολιτισμού – Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών.

«ΕΦΙΠΠΟΣ ΧΩΡΕΙ ΓΕΝΝΑΙΕ ΣΤΡΑΤΗΓΕ…»

1ac

Το 1884 οι Ναυπλιώτες συγκεντρώνουν το αναγκαίο ποσό και παραγγέλνουν τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στον γνωστό γλύπτη Λάζαρο Σώχο.
Ο ανδριάντας δουλεύτηκε στο Παρίσι τα χρόνια 1891-1895, στο εργαστήριο που είχε παραχωρήσει στον Σώχο ο Γάλλος καθηγητής του στη Σχολή Καλών Τεχνών Antoine Mercie.
Το γύψινο πρόπλασμα του Σώχου βράβευσε η Ακαδημία της Pώμης, ενώ εκτέθηκε επίσης στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1900, όπου και πήρε το πρώτο βραβείο.

Tα αποκαλυπτήρια του έργου στο Ναύπλιο έγιναν στις 23 Απριλίου του 1901.
Ο μνημειακός έφιππος ανδριάντας του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης είναι το πρώτο έφιππο άγαλμα της νεοελληνικής γλυπτικής.

O Λάζαρος Σώχος είχε κατασκευάσει και δεύτερο γύψινο πρόπλασμα του έργου, πανομοιότυπο μ’ εκείνο του ανδριάντα του Ναυπλίου. Σκέφτηκε πως το δεύτερο αυτό έργο του έπρεπε να στηθεί στην Αθήνα και έγραψε στον εξάδελφό του δικηγόρο Ξενοφώντα Σώχο ότι το προσφέρει δωρεάν, αρκεί να καταβληθεί το αντίτιμο του ορείχαλκου, για τη χύτευση του έργου. (Το υλικό για το άγαλμα στο Ναύπλιο προερχόταν από κανόνια της Επανάστασης, που υπήρχαν στο Παλαμήδη.) Έπειτα από αναφορά Αθηναίων δημοτών προς τον τότε δήμαρχο Αθηναίων Σπυρίδωνα Μερκούρη και προς το Δημοτικό Συμβούλιο, και μπροστά στον υπαρκτό κίνδυνο να αγοραστεί το πρόπλασμα του ανδριάντα από Γάλλο πολίτη, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε το 1900 να εγκρίνει αρχικά ποσό 5.000 δραχμών από δημοτικούς πόρους για την αγορά του προπλάσματος και επιπλέον τη σύσταση ερανικής επιτροπής για να συγκεντρώσει με πανελλήνιους εράνους τα υπόλοιπα χρήματα, ύψους 16.000 φράγκων, για την κάλυψη του συνολικού ποσού αγοράς του υλικού και της χύτευσης του αγάλματος.

Στην Αθήνα το άγαλμα στήθηκε το 1904. Υπήρξε μάλιστα διαφωνία για τον τόπο όπου έπρεπε να τοποθετηθεί. Ο Δήμος Αθηναίων πρότεινε να στηθεί μπροστά στο Ζάππειο Μέγαρο, ενώ η Νομαρχία Αθηνών μπροστά στην Παλαιά Βουλή. Τελικά, η αρχική θέση του αγάλματος (1904) ήταν σε μικρή νησίδα στη γωνία Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Στη σημερινή του θέση μεταφέρθηκε το 1954, στη διάρκεια έργων ανάπλασης του περιβόλου της Παλαιάς Βουλής.
Άλλωστε στην περιοχή αυτή, μετά το 1835, έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης, στο σπίτι του, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα.

Το άγαλμα έχει συνολικό ύψος περίπου 9 µέτρα μαζί με το βάθρο του.

Ο Σώχος για να αποδώσει τον Κολοκοτρώνη μελέτησε τα πρόσωπα των εν ζωή συγγενών του, διάβασε τα απομνημονεύματά του, είδε τη φορεσιά και τον οπλισμό του, μελέτησε ακόμη και την ιπποσκευή του. Απέδωσε έτσι ρεαλιστικά τις εξωτερικές λεπτομέρειες. Μάλιστα ο Σώχος επιθυμούσε να φιλοτεχνήσει τον Κολοκοτρώνη με την αυθεντική του μορφή, χωρίς κάλυμμα κεφαλιού, προκειμένου να φαίνεται η γνωστή του χαίτη. Οι πιέσεις όμως ήταν έντονες, διότι η Επιτροπή λαχταρούσε έναν επιβλητικό ήρωα και όχι έναν απλό πολεμιστή. Έτσι αναγκάζουν το γλύπτη να φορέσει στο «Γέρο» περικεφαλαία και μάλιστα βαριά, αρχαιοπρεπή, και έτσι τελικά ο ήρωας απέκτησε την εντυπωσιακή και όλο μεγαλείο περικεφαλαία του.

Δε γνωρίζαμε ούτε τις αντιδράσεις, ούτε τα συναισθήματα του καλλιτέχνη γι αυτή την επιβολή στην εικαστική του άποψη, μέχρι το 2002, όπου κατά τις εργασίες συντήρησης του ανδριάντα στην Αθήνα από την αρχαιολογική υπηρεσία, αποκαλύφθηκε η ακόλουθη επιγραφή στην περικεφαλαία και το εσωτερικό της χαίτης:
«Παρά τη θέλησιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου, ξαναφόρεσε την περικεφαλαία, Paris 1909.»

Στις δύο πλαϊνές πλευρές του μαρμάρινου βάθρου του φέρει ένθετες, ανάγλυφες, ορειχάλκινες πλάκες, διακοσμημένες µε πολεµικές αναπαραστάσεις από τη δράση του «Γέρου», επίσης φιλοτεχνημένες από τον Σώχο το 1895 και το 1897. Στη μια όψη παριστάνεται η καταστροφή του Δράμαλη και στην άλλη η προτροπή του Γέρου του Μωριά προς τους Έλληνες να κάψουν τα συγχωροχάρτια των τούρκων, που τους είχε δώσει ο σουλτάνος και να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Ο Σώχος επέλεξε αυτές τις δύο σκηνές θεωρώντας τες από τις πιο σημαντικές της ζωής του Κολοκοτρώνη, σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του.

Στην εμπρόσθια όψη του βάθρου έχει χαραχθεί η επιγραφή: « Έφιππος χώρει γενναίε στρατηγέ ανά τους αιώνας διδάσκων τους λαούς πως οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι.» Στην αντίθετη πλευρά θυμίζει ότι ο ανδριάντας αποπερατώθηκε με κοινό έρανο των Ελλήνων το 1904.

Ο δείκτης του χεριού χαράσσει συμβολικά το δρόμο μπροστά, δείχνει το μέλλον. Εκφράζει το όραμα της ελευθερίας που κατακτιέται με αγώνες και θυσίες.

Ο ανδριάντας του Θ. Κολοκοτρώνη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα υπαίθρια γλυπτά της πρωτεύουσας.

Πηγή: https://argolikivivliothiki.gr/tag

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ.

1ae

«Η Αθήνα του 1817 ήταν λίγο μεγαλύτερη από ένα χωριό. Και ο φαρμακοποιός με το όνομα Ερνέστης Ρομάνο ήταν ένας ξένος ανάμεσα στους ραγιάδες και στους Τούρκους της πόλης. Έσκαβε για το πηγάδι του μες στο χωράφι που μια μέρα θα γινόταν η πλατεία Κοτζιά (όπου η αρχαία Αχαρνική πύλη των Αθηνών). Και βρήκε το μάρμαρο με την καθιστή γυναίκα, δίπλα στον αρχαίο τάφο. Και πάνω τη λέξη «ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ». Γιατί έτσι έλεγαν την κεκοιμημένη. Ήταν σίγουρος ότι θα πιάσει πολλά λεφτά στους Φράγκους.

Αλλά δεν πρόσεξε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Το έμαθαν οι προεστοί κι ένας πιτσιρικάς με αέρα στα πανιά του, ονόματι Κυριάκος Πιττάκης. Και έκαναν φασαρία να του πάρουν την πλάκα, γιατί ήταν, λέει, αρχαία και τους ανήκε. Κι αυτός δεν την έδινε. Και φτάνουν μια μέρα πλήθος στο σπίτι του. Με τους παπάδες και τον Τούρκο καδή, που είχαν καταλλήλως λαδώσει. Έβαλαν τις φωνές, παρακαλούσανε, απειλούσαν. Στο τέλος πήρε στο χέρι 1.000 γρόσια (και άλλα 500 ο καδής κάτω απ’ το χέρι), του πήραν τη γυναίκα και φύγαν. Τον αφήσαν ήσυχο.

Την άλλη εβδομάδα η πλάκα ήταν στημένη όρθια στον νάρθηκα της Μεγάλης Παναγιάς παρά τω Ωρολογίω. Έβαλαν κι ένα σιδερένιο καντήλι πάνω της και προσκυνούσαν τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Γιατί αυτή καθόταν ήρεμη και μπροστά της είπαν ότι είχε τον Άγγελο Κυρίου. Κι επειδή ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, είδαν στην επιγραφή από πάνω το όνομα της Κυράς. Ήταν η Παναγιά-Φρασίκλεια, η δικιά τους Παναγιά. O Eυαγγελισμός της Θεοτόκου. Κι όπως την έφτιαξαν απ’ την αρχή και την αγάπησαν, έτσι μια μέρα την ξέχασαν όλοι μαζί.

Έγινε η Επανάσταση, ήρθε μετά ο Όθωνας, ο Κυριάκος Πιττάκης μεγάλωσε κι έγινε ο πρώτος αρχαιολόγος της χώρας, πήραν την Κυρά, είπαν ότι «δεν είναι η Παναγιά», παρά μόνο μια Φρασίκλεια και την έκλεισαν σε μια αποθήκη. Η Εκκλησιά του Ωρολογίου κάηκε μια βραδιά από λάθος του καντηλανάφτη και δεν έμεινε τίποτα στις στάχτες.

Κάθεται τώρα πια στην αίθουσα 18 του Μουσείου, με τις άλλες γυναίκες στα μάρμαρα τριγύρω. Μια επιγραφή στη βάση λέει ότι είναι του 4ου αιώνα π.Χ. και ότι πέθανε νέα. Περνούν μπροστά της χιλιάδες ανυποψίαστοι επισκέπτες, αλλά εγώ βλέπω κάθε φορά τη σκουριά πάνω στην πέτρα που ’χει μείνει απ’ το καντήλι της Παναγιάς και της λέω ένα «χαίρε». Γιατί την άφησε κι ο Άγγελος και δεν έχει άνθρωπο να πει μια καλημέρα. Η Παναγιά-Φρασίκλεια από λάθος. Αιώνες πάνω στο μνήμα, μέσα σε ένα χωράφι, κάτω από εκεί που περπατούν με βεβαιότητα.»

Κείμενο: του Κώστα Πασχαλίδη, Δρ. Αρχαιολογίας, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Ο ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ ΤΟΥ.

1δκη

Ο Στρατής Δούκας περιγράφει την επίσκεψη του Γιαννούλη Χαλεπά στο νεκροταφείο, στα 1930, για να δει μετά από πολλά χρόνια την “Κοιμωμένη”:

Ήταν τόσος ο συνωστισμός, που χρειάστηκε να επέμβουν οι φύλακες, για να κυκλοφορεί ελεύθερα. Φωτορεπόρτερ, σκιτσογράφοι, δημοσιογράφοι αντιπρόσωποι όλων των τάξεων. Ο ερχομός του είχε κάνει να ξεσηκωθεί ολόκληρη η Αθήνα. Ο κόσμος ήταν περίεργος να δει πως θα φερνόταν, τι στάση θα τηρούσε μπροστά στο αθάνατο έργο του. Από φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν -γιατί ο συνωστισμός του κόσμου ήταν αδιαπέραστος- πρώτα από άλλα μνημεία. Τ’ αναγνώριζε όλα, τα θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν, τέλος, κατά τις 7 το βράδυ έφθασε μπροστά της, ζήτησε να του ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του, κι απ’ το ρυτιδωμένο του μέτωπο πέρναγαν χίλιες εικόνες. Τα μάτια του μια βούρκωναν, μια γέλαγαν και μια κατσούφιαζαν. Μια ταραχή, μια πάλη γινόταν μέσα του και τα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε στο πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νιότης του, μαρτυρούσαν πως φοβόταν μην προδοθεί. Κάποιος, τότε, του ‘πε: “Λένε πως την έπλυναν με άκουα φόρτε και χάλασε”. Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηριζόταν απάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: “Δεν χαλάει!”

ΣΤΡΑΤΗΣ ΔΟΥΚΑΣ “ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ”.

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ.

1mb

“…Το Σάββατο 18 Ιουλίου 1959, το κομπρεσέρ της ΥΔΡΕΞ, που άνοιγε φρεάτιο αποχέτευσης στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Α’ και Φίλωνος στον Πειραιά, προσέκρουσε σε βάθος 1,50 μ. κάτω από το οδόστρωμα σε ένα σκληρό αντικείμενο. Ήταν το χέρι του χάλκινου κούρου, ενός θαυμάσιου και σπάνιου για το υλικό του αγαλματικού τύπου, που έγινε από τότε γνωστός ως Απόλλων Πειραιώς. Τις αμέσως επόμενες μέρες αποκαλύφθηκε μέσα σε ένα περιορισμένο σκάμμα 5,70×2,30 μ. ένα σύνολο αναπάντεχων ευρημάτων, αποτελούμενων από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, το μαρμάρινο αγαλματίδιο της Αρτέμιδος Κινδυάδος, τα χάλκινα αγάλματα της «μικρής» και της «μεγάλης Αρτέμιδος», ένα χάλκινο τραγικό προσωπείο, μια χάλκινη ασπίδα και δύο μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες. Τις ανασκαφικές εργασίες διηύθυναν ο Ιωάννης Παπαδημητρίου και ο Ευθύμιος Μαστροκώστας. Τον χώρο επισκέφθηκαν από την πρώτη στιγμή ο δήμαρχος Παύλος Ντεντιδάκης, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο ίδιος ο βασιλιάς Παύλος με τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Οι εφημερίδες πήραν φωτιά, με καθημερινά εκτενή αφιερώματα και ειδήσεις για την πρόοδο της ανασκαφής, και ο μισός Πειραιάς ζούσε σκαρφαλωμένος στα πρόχειρα τοιχία του σκάμματος, προσπαθώντας να παρακολουθήσει την κάθε φτυαριά του έργου. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση. Ο συντηρητής Χρήστος Χατζηλιού ανέλαβε το δύσκολο έργο του καθαρισμού και της άρσης της ζωντανής φθοράς του μετάλλου, καθώς και την υποχρέωση να βρει τρόπους στήριξης των αγαλμάτων σε γερές βάσεις. Το 1983 τα αγάλματα πήραν την οριστική τους θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, όπου μπορεί όποιος ξέρει να ανακαλύπτει θαύματα στην πόλη να τα επισκεφθεί στην καθαρή και χωρίς περιττές ευκολίες έκθεσή τους.

Η ανακάλυψη εκείνο το καλοκαίρι «κοντά στα αγάλματα» ενός νομίσματος του βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορος, κοπής του 87/86 π.Χ., συνέδεσε τη συγκέντρωσή τους με τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας του Σύλλα. Διατυπώθηκε δηλαδή η υπόθεση ότι ορισμένοι κάτοικοι του Πειραιά, θορυβημένοι από τις λεηλασίες των αναθημάτων στους ιερούς τόπους από τον Ρωμαίο ύπατο, αποφάσισαν να κρύψουν σε έναν αθέατο χώρο κοντά στο λιμάνι τα πολύτιμα λατρευτικά αγάλματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., τα αναθήματα και τις ερμαϊκές στήλες, για να αποφύγουν την ατίμωση. Για να ζήσουν περισσότερο από εκείνους, η μοίρα των οποίων ήταν προδιαγεγραμμένη. Έβαλαν με τάξη τα αγάλματα στο χώμα, σαν να έθαβαν αγαπημένους νεκρούς, και φρόντισαν, για την εξοικονόμηση χώρου, να τα ακουμπήσουν το ένα στο άλλο. Σε μια στιγμή συναισθηματικής έξαρσης, τοποθέτησαν τη μικρή Αρτέμιδα στην αγκαλιά της Αθηνάς, εικονογραφώντας με αυτό τον τρόπο το φόβο και την ανάγκη της προστασίας που ζητούσαν στις λίγες ώρες του ύπνου τους. Η απόκρυψη του Πειραιά έγινε από ανθρώπους που φρόντιζαν τα σύμβολα αντί των ίδιων των σωμάτων, αντί για τη ζωή τους.

Ο Σύλλας εισέβαλε στην Αθήνα τα μεσάνυχτα της πρώτης νύχτας του Ανθεστηριώνος (Φεβρουαρίου) του 86 π.Χ. από μια αφύλακτη πύλη του τείχους. Τα όσα ακολούθησαν ανήκουν στις εφιαλτικότερες σελίδες της αρχαίας γραμματείας. Το αίμα των χιλιάδων σφαγιασθέντων μαζί με εκείνων που αυτοκτονούσαν από απόγνωση («εξ οίκτου και πόθου προς την πατρίδαν των») κάλυψε την Αγορά και τον Κεραμεικό, την ώρα που οι φλόγες έκαιγαν ό,τι στεκόταν όρθιο στον Πειραιά. Η Αθήνα και το λιμάνι της επανήλθαν στη ρωμαϊκή διοίκηση και κανείς απ’ όσους επέζησαν δεν έκανε τον κόπο να ξεθάψει και να αναστήσει τους χάλκινους θεούς. Ενδεχομένως γιατί κανείς απ’ όσους γνώριζαν την κρυψώνα δεν έζησε για να την αποκαλύψει. Τα αγάλματα της απόκρυψης του Πειραιά έμειναν θαμμένα, ξεχασμένα και ασφαλή σε μια αιώνια αγκαλιά.”

Πηγή: Άρθρο του κου. Κώστα Πασχαλίδη, Δρ. Αρχαιολογίας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Φωτογραφία: του Δημήτριου Χαρισιάδη. Η «μικρή Άρτεμις», όπως βρέθηκε αγκαλιασμένη με τη χάλκινη Αθηνά, Ιούλιος 1959. Αρχείο της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
‘ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ. “…Το Σάββατο 18 Ιουλίου 1959, το κομπρεσέρ της ΥΔΡΕΞ, που άνοιγε φρεάτιο αποχέτευσης στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Α’ και Φίλωνος στον Πειραιά, προσέκρουσε σε βάθος 1,50 μ. κάτω από το οδόστρωμα σε ένα σκληρό αντικείμενο. Ήταν το χέρι του χάλκινου κούρου, ενός θαυμάσιου και σπάνιου για το υλικό του αγαλματικού τύπου, που έγινε από τότε γνωστός ως Απόλλων Πειραιώς. Τις αμέσως επόμενες μέρες αποκαλύφθηκε μέσα σε ένα περιορισμένο σκάμμα 5,70×2,30 μ. ένα σύνολο αναπάντεχων ευρημάτων, αποτελούμενων από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, το μαρμάρινο αγαλματίδιο της Αρτέμιδος Κινδυάδος, τα χάλκινα αγάλματα της «μικρής» και της «μεγάλης Αρτέμιδος», ένα χάλκινο τραγικό προσωπείο, μια χάλκινη ασπίδα και δύο μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες. Τις ανασκαφικές εργασίες διηύθυναν ο Ιωάννης Παπαδημητρίου και ο Ευθύμιος Μαστροκώστας. Τον χώρο επισκέφθηκαν από την πρώτη στιγμή ο δήμαρχος Παύλος Ντεντιδάκης, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο ίδιος ο βασιλιάς Παύλος με τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Οι εφημερίδες πήραν φωτιά, με καθημερινά εκτενή αφιερώματα και ειδήσεις για την πρόοδο της ανασκαφής, και ο μισός Πειραιάς ζούσε σκαρφαλωμένος στα πρόχειρα τοιχία του σκάμματος, προσπαθώντας να παρακολουθήσει την κάθε φτυαριά του έργου. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση. Ο συντηρητής Χρήστος Χατζηλιού ανέλαβε το δύσκολο έργο του καθαρισμού και της άρσης της ζωντανής φθοράς του μετάλλου, καθώς και την υποχρέωση να βρει τρόπους στήριξης των αγαλμάτων σε γερές βάσεις. Το 1983 τα αγάλματα πήραν την οριστική τους θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, όπου μπορεί όποιος ξέρει να ανακαλύπτει θαύματα στην πόλη να τα επισκεφθεί στην καθαρή και χωρίς περιττές ευκολίες έκθεσή τους. Η ανακάλυψη εκείνο το καλοκαίρι «κοντά στα αγάλματα» ενός νομίσματος του βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορος, κοπής του 87/86 π.Χ., συνέδεσε τη συγκέντρωσή τους με τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας του Σύλλα. Διατυπώθηκε δηλαδή η υπόθεση ότι ορισμένοι κάτοικοι του Πειραιά, θορυβημένοι από τις λεηλασίες των αναθημάτων στους ιερούς τόπους από τον Ρωμαίο ύπατο, αποφάσισαν να κρύψουν σε έναν αθέατο χώρο κοντά στο λιμάνι τα πολύτιμα λατρευτικά αγάλματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., τα αναθήματα και τις ερμαϊκές στήλες, για να αποφύγουν την ατίμωση. Για να ζήσουν περισσότερο από εκείνους, η μοίρα των οποίων ήταν προδιαγεγραμμένη. Έβαλαν με τάξη τα αγάλματα στο χώμα, σαν να έθαβαν αγαπημένους νεκρούς, και φρόντισαν, για την εξοικονόμηση χώρου, να τα ακουμπήσουν το ένα στο άλλο. Σε μια στιγμή συναισθηματικής έξαρσης, τοποθέτησαν τη μικρή Αρτέμιδα στην αγκαλιά της Αθηνάς, εικονογραφώντας με αυτό τον τρόπο το φόβο και την ανάγκη της προστασίας που ζητούσαν στις λίγες ώρες του ύπνου τους. Η απόκρυψη του Πειραιά έγινε από ανθρώπους που φρόντιζαν τα σύμβολα αντί των ίδιων των σωμάτων, αντί για τη ζωή τους. Ο Σύλλας εισέβαλε στην Αθήνα τα μεσάνυχτα της πρώτης νύχτας του Ανθεστηριώνος (Φεβρουαρίου) του 86 π.Χ. από μια αφύλακτη πύλη του τείχους. Τα όσα ακολούθησαν ανήκουν στις εφιαλτικότερες σελίδες της αρχαίας γραμματείας. Το αίμα των χιλιάδων σφαγιασθέντων μαζί με εκείνων που αυτοκτονούσαν από απόγνωση («εξ οίκτου και πόθου προς την πατρίδαν των») κάλυψε την Αγορά και τον Κεραμεικό, την ώρα που οι φλόγες έκαιγαν ό,τι στεκόταν όρθιο στον Πειραιά. Η Αθήνα και το λιμάνι της επανήλθαν στη ρωμαϊκή διοίκηση και κανείς απ’ όσους επέζησαν δεν έκανε τον κόπο να ξεθάψει και να αναστήσει τους χάλκινους θεούς. Ενδεχομένως γιατί κανείς απ’ όσους γνώριζαν την κρυψώνα δεν έζησε για να την αποκαλύψει. Τα αγάλματα της απόκρυψης του Πειραιά έμειναν θαμμένα, ξεχασμένα και ασφαλή σε μια αιώνια αγκαλιά.” Πηγή: Άρθρο του κου. Κώστα Πασχαλίδη, Δρ. Αρχαιολογίας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Φωτογραφία: του Δημήτριου Χαρισιάδη. Η «μικρή Άρτεμις», όπως βρέθηκε αγκαλιασμένη με τη χάλκινη Αθηνά, Ιούλιος 1959. Αρχείο της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.’

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΩΖΕΤΑΙ ΑΠ’ ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ.

1 Aristippus (1)

Κάποτε ο φιλόσοφος Αρίστιππος ο Κυρηναίος ναυάγησε κοντά στη Ρόδο. Όταν έφτασε στην ακτή, έχοντας χάσει όλα του τα υπάρχοντα, δεν το έβαλε κάτω. Κατευθύνθηκε προς την πολη και πήγε σε ένα από τα γυμναστήρια της. Εκεί μίλησε τόσο ωραία για φιλοσοφικά θέματα, που τους γοήτευσε όλους. Οι Ροδίτες τότε, του έδωσαν όχι μόνον ότι είχε ανάγκη ο ίδιος αλλά τα απαραίτητα και για τους συντρόφους του. Όταν εκείνοι πλέον ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους τον ρώτησαν: «τι μήνυμα θέλεις να μεταφέρουμε στην πατρίδα;» ο Αρίστιππος απάντησε: « Πως οι γονείς πρέπει να οπλίζουν τα παιδιά τους με τέτοιο πλούτο, ο οποίος ακόμα και ύστερ’ από ένα ναυάγιο να είναι ικανός να φτάσει κολυμπώντας μαζί με τον ιδιοκτήτη του στη στεριά!»

Πηγή: Marcus Vitruvius Pollio: De Architectura, Book VI.

ΕΠΟΜΕΝΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗ:

1 Filopappou-1

ΛΟΦΟΣ ΜΟΥΣΩΝ (ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΥ) ΚΑΙ ΠΝΥΚΑ.

ΚΥΡΙΑΚΗ 15 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015.

Ποιός ήταν ο Γάιος Ιούλιος Αντίοχος Φιλόπαππος; Τι είναι τα “Κιμώνεια Μνήματα”; Ήταν πράγματι αυτές οι «Φυλακές του Σωκράτη»; Είναι μερικά από τα θέματα που θα εξηγήσουμε στο πρώτο μέρος της ξενάγησης μας.
Στο δεύτερο μέρος θα επισκεφτούμε τον τόπο όπου έγινε πράξη η πρώτη Άμεση Δημοκρατία στον κόσμο και θα μιλήσουμε για το αρχαίο αθηναϊκό πολίτευμα. Ελάτε!

Ώρα: 10.00 π.μ.

Τόπος συνάντησης: Το προαύλιο της εκκλησίας του Αγ. Δημήτριου Λουμπαρδιάρη.

Κοντινότερος Σταθμός: Ακρόπολη ή Θησείο.

Κόστος : Ξενάγηση 5 ευρώ/ άτομο

Παρακαλούμε δηλώστε συμμετοχή στο www.filoixenagiseon.gr ή στο τηλέφωνο 6931392122

Η ξενάγηση γίνεται σε συνεργασία με τον σύλλογο «Αρμονία» www.elemelap-armonia.gr

ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΟΥΤΡΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (Ι).

1e

Η ατομική καθαριότητα σε παλαιότερες εποχές δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση. Η ύδρευση και η αποχέτευση στα σπίτια ήταν ανύπαρκτη, παρ’ όλα αυτά όσοι μπορούσαν φρόντιζαν να είναι καθαροί και αυτό εξαρτιόταν βασικά από την κοινωνική και την οικονομική τους θέση.

Στην αρχαιότητα το πρόβλημα είχε λυθεί με τα δημόσια λουτρά, ένα χώρο όπου μπορούσαν οι πολίτες να πλένονται με άνεση, εφόσον εκεί υπήρχαν όλες οι απαραίτητες εγκαταστάσεις που δεν υπήρχαν στα σπίτια τους. Οι πολύ πλούσιοι είχαν βέβαια τη δυνατότητα ενός ιδιωτικού λουτρού, αλλά οι υπόλοιποι έπρεπε να πάνε στα δημόσια λουτρά, αν ήθελαν να είναι καθαροί.

Δημόσια λουτρά υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και μετά στη Ρώμη. Η συνήθεια πέρασε και στο Βυζάντιο κατόπιν.

Υπάρχει η αντίληψη ότι οι βυζαντινοί μας πρόγονοι για λόγους θρησκευτικούς αλλά και πρακτικούς δεν συμπαθούσαν το καθαρό σώμα. Αυτό ισχύει περισσότερο για τη δυτική Ευρώπη και λιγότερο για το Βυζάντιο. Οσοι είχαν κάποια οικονομική άνεση σύχναζαν στα δημόσια λουτρά, όπου εκτός από το μπάνιο τους έκαναν και πολλά άλλα πράγματα, μερικά από αυτά μάλιστα ήταν και πονηρά.

Σε όλες σχεδόν τις πόλεις της αυτοκρατορίας υπήρχαν δημόσια λουτρά και οι συγγραφείς της εποχής συχνά αναφέρονται σε αυτά. Μερικοί φαίνεται το παράκαναν με την ατομική καθαριότητα, γιατί βλέπουμε τους ιεράρχες να γκρινιάζουν κάθε τόσο: «συνεχώς και πολλάκις της ημέρας λούεσθαι» μουρμουρίζει ενοχλημένος ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς.
Τον 12ο αιώνα πάντως είχε επικρατήσει μια πιο μετριοπαθής άποψη: τρεις φορές την εβδομάδα ήταν καλά, το περισσότερο ήταν δείγμα βλακείας (!). Επίσης, σύμφωνα με τη γνώμη των γιατρών, τον Ιανουάριο έπρεπε να πλένεται κανείς μέχρι τέσσερις φορές, το Μάρτιο μέχρι έξι και τον Απρίλιο μέχρι οχτώ το πολύ. Το Νοέμβριο οι γιατροί απαγόρευαν εντελώς τα λουτρά, αλλά μάλλον κανείς δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά.

Οι μοναχοί πλένονταν κι αυτοί, αλλά έπρεπε να προσέχουν να μην κάνουν καταχρήσεις. Κάθε μοναστήρι είχε τους δικούς του κανόνες. Ή μια φορά την εβδομάδα, η μια – δύο φορές το μήνα, η μια φορά κάθε τέσσερις μήνες ήταν καλά..

Γενικά το λουτρό ήταν μια κάπως πονηρή ενασχόληση, εφόσον έπρεπε κανείς να βγάλει τα ρούχα του και να μείνει γυμνός. Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός παινεύοντας τον Μ. Βασίλειο λέει: «Η αλουσία το εκείνου σεμνολόγημα»! Και ο Άγιος Αθανάσιος συμβουλεύει μια μοναχή: « μόνον το πρόσωπόν σου νίψαι και τας χείρας και τους πόδας».

Παρά τη δυσφορία των ιερωμένων ο κόσμος στο Βυζάντιο πήγαινε φαίνεται στα δημόσια λουτρά και πλενόταν, ίσως όχι τόσο από ανάγκη ατομικής υγιεινής, όσο από ανάγκη κοινωνικών σχέσεων και επαφών.

Τα δημόσια λουτρά χτίζονταν στα κεντρικά σημεία των πόλεων. Εκτός από τον κύριο χώρο για το λουτρό υπήρχαν και πολλά πλάγια διαμερίσματα, τα «απόδυτρα», όπου οι λουόμενοι άφηναν τα ρούχα τους. Υπήρχαν και τα «αποχωρητήρια» για τις φυσικές ανάγκες των πελατών. Το κτήριο ήταν διώροφο. Στον επάνω όροφο ανέβαιναν μετά το λουτρό για να ξεκουραστούν και να πάρουν και κανένα υπνάκο. Άλλοι έπιναν κανένα ποτό ή το έριχναν και στο φαγητό, μια και μετά το μπάνιο ανοίγει πάντα η όρεξη. Αλλά η όρεξη άνοιγε φαίνεται και για άλλα πράγματα, διότι οι λουτράρισσες εκτός από την κανονική δουλειά τους, πρόσφεραν και ερωτικές υπηρεσίες επ’ αμοιβή.

Τα μεγάλα δημόσια λουτρά ήταν διακοσμημένα με πολυτελή μάρμαρα, με ψηφιδωτά, με καθρέφτες και με αγάλματα και σε διάφορα σημεία ήταν ζωγραφισμένα. Κατά κανόνα δεν ήταν πολύ φωτεινά, γιατί, αν άνοιγαν τα παράθυρα που δεν είχαν τζάμια, θα έφευγε ο ζεστός αέρας. Ο φωτισμός τους γινόταν λοιπόν με καντήλια.

Οι βυζαντινοί σύχναζαν εκεί τις μεσημεριανές ώρες και γι’ αυτό, σύμφωνα με τις διαταγές των Αγίων Αποστόλων, οι σεμνές γυναίκες έπρεπε να πηγαίνουν νωρίτερα, όταν τα λουτρά ήταν ακόμα άδεια. Νωρίς έπρεπε να πηγαίνουν και οι όμορφες παρθένες για να αποφεύγουν τα βλέμματα των ενοχλητικών νεαρών.

Φαίνεται ότι στους πρώτους αιώνες οι χριστιανοί ακολουθώντας τις συνήθειες των ρωμαίων πλένονταν όλοι μαζί παρέα, γυναίκες και άνδρες, και έχουμε μαρτυρίες γι’ αυτό. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει ότι τα βαλανεία είναι ανοιχτά για άνδρες και γυναίκες που «αποδύονται επί την ακρασίαν».

Το 320 μΧ στη σύνοδο της Λαοδίκειας ο 30ός κανόνας όριζε ότι δεν επιτρέπεται σε ιερωμένους, κληρικούς ή ασκητές να πλένονται στα βαλανεία μαζί με γυναίκες. Ούτε και σε χριστιανούς λαϊκούς επιτρεπόταν αυτό.
Μέχρι το τέλος του 7ου αιώνα αυτή η κακή συνήθεια των μπαιν μιξτ υφίστατο, αλλιώς η εν Τρούλλω Οικουμενική σύνοδος δεν θα χρειαζόταν να επαναλάβει τους αφορισμούς και τις καθαιρέσεις των κληρικών για το σχετικό θέμα. Από τον 7ο αιώνα και μετά η συνήθεια αυτή επιτέλους σταματά, διότι επενέβη και η Πολιτεία που την απαγόρευσε με νόμο. Στα δημόσια λουτρά μπορούσαν πάντως να μπανιαριστούν μαζί τα ανδρόγυνα με τον ισχυρισμό ότι είναι σάρκα μία και δεν υπάρχει τίποτε το άσεμνο σε αυτό που κάνουν.

(Πηγή: Φαιδ. Κουκουλέ «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τόμος Δ’ ).

ΛΩΠΟΔΥΤΕΣ ΚΑΙ ΑΕΡΓΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ.

2uy
Το καλοκαίρι 1893, σε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, λίγο πριν ακουστεί απ’ τον Χαρίλαο Τρικούπη το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» και λόγω των κρουσμάτων χολέρας που είχαν εμφανιστεί στα Μικρασιατικά παράλια το κράτος αποφάσιζε να παρέμβει στα ζητήματα καθαριότητας των Αθηνών. Η ελληνική πρωτεύουσα παρουσίαζε απαράδεκτη κατάσταση από πλευράς καθαριότητος, λόγω της οικονομικής αδυναμίας του Δήμου Αθηναίων να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Οπότε, τα έντονα παράπονα και το πλήθος των δημοσιευμάτων ανάγκασαν την Κυβέρνηση να λάβει μέτρα και να αναθέσει την καθαριότητα της πόλης στην Αστυνομία!
Χρησιμοποιώντας έναν νόμο της εποχής του Όθωνα που προέβλεπε την αναγκαστική εργασία των δημοτών σε έργα κοινής ωφέλειας, η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών έβαλε σε ενέργεια ένα… διαβολικό σχέδιο. Για να καθαρίσει την πόλη χρησιμοποίησε τους δεκάδες άεργους αλλά και τους λωποδύτες που σύχναζαν στα ύποπτα στέκια. Έκανε μάλιστα και διάκριση, αφού οι άεργοι, οι οποίοι εμφανίζονταν συχνά πυκνά ζητώντας εργασία, θα πληρώνονταν για τις υπηρεσίες τους, ενώ οι λωποδύτες δεν θα πληρώνονταν μέχρι η εργασία τους να ισοψηφήσει με τις κλοπές και λωποδυσίες που έκαναν!
Η Αστυνομία έσπευσε να πραγματοποιήσει «επιχείρηση-σκούπα» συλλαμβάνοντας δεκάδες «υπόπτους δια την δημοσίαν ασφάλειαν» και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν «δια την καθαριότητα της πόλεως». Το πρόγραμμα βρήκε σύμφωνους τους πολίτες αλλά και τον Δήμο Αθηναίων. Το δημοτικό συμβούλιο έσπευσε να ψηφίσει κονδύλι για να ενοικιάσει κάρα με βυτία διαλυμένου ασβέστη. Και μετά από πρόταση του δημοτικού συμβούλου Ευστάθιου Χοϊδά, όλοι οι δημοτικοί σύμβουλοι συμμετείχαν επισήμως στην εκστρατεία καθαριότητας λειτουργώντας ως «επόπτες» και ελέγχοντας όχι μόνον τους δημόσιους αλλά και τους ιδιωτικούς χώρους, συμπεριλαμβανομένων και των αυλών και των αποχωρητηρίων των σπιτιών. Η χολέρα τότε έπληξε μόνον νησιά, ενώ η Αθήνα σε είκοσι ημέρες έλαμπε από καθαριότητα!

Πηγή: άρθρο του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά στο “Μικρό Ρωμιό”.